Έλληνες Προσφυγές στη Μέση Ανατολή: Συρία

Κατηγορίες: Άρθρα

Έλληνες Προσφυγές στη Μέση Ανατολή: Συρία

Μαργαρίτα Γ. Δημητριάδου, Ιστορικός

Φωτογραφικό ντοκουμέντο με Έλληνες πρόσφυγες στο Χαλέπι να περιμένουν στην ουρά για συσσίτιο του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού. Σε αυτή την σπάνια φωτογραφία από το Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου που η Lifo αναδημοσιεύει, Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, καταφεύγουν στο Χαλέπι, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης.

      Η παρουσία Ελλήνων προσφύγων στη Συρία είναι ένα φαινόμενο το οποίο απαντάται  από το  1860 με τις διώξεις των χριστιανών στη Β. Αφρική, συνεχίζει το 1882 κατά την διάρκεια της αιγυπτιακής επανάστασης στην Αλεξάνδρεια και φθάνει στην περίοδο μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922.

Το προσφυγικό κύμα προς την Συρία ελλήνων  προσφύγων συνεχίζει καθ’ όλη την διάρκεια του 1922, γεγονός, το οποίο οφείλεται σε δύο παράγοντες , την εκκένωση της Κιλικίας  αφενός και  αφετέρου λόγω των αναταραχών και διώξεων που έχουν ξεσπάσει στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας. Οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν με την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και κυρίως μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης το 1923 και  την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας[1].

Στη Συρία που θα οδηγηθούν οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής, όπου, με τη συμφωνία του Σαν Ρέμο (1920) έχει νομιμοποιηθεί η γαλλική στρατιωτική παρουσία σε Συρία – Λίβανο στο όνομα της Κοινωνίας των Εθνών,[2] τυπικά, για την προστασία των μειονοτήτων και μέχρι να ανεξαρτητοποιηθεί η περιοχή. Ουσιαστικά η «εντολή» σήμαινε μετατροπή της Συρίας σε γαλλική αποικία. Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γάλλοι, προλαβαίνοντας και καταστέλλοντας με στρατιωτικά μέσα την «αραβική αφύπνιση», έγιναν κύριοι της Δαμασκού, αντικαθιστώντας τους Άγγλους (είχαν αποχωρήσει λίγο νωρίτερα ύστερα από γαλλο-αγγλική διανομή εδαφών περιοριζόμενοι σε Παλαιστίνη και Υπεριορδανία).

Η Συρία αποτελεί ένα ενδιάμεσο σταθμό, για μετάβαση σε ελληνικά εδάφη αφού η επιθυμία  των μικρασιατών ήταν να προωθηθούν στην Ελλάδα. Εδώ θα πρέπει ίσως να διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους αποφασίστηκε ως τόπος προορισμού τους η Συρία.

Το πρωτοσέλιδο του περιοδικού «New Near East Magazine», τον Απρίλιο  του 1923.  «Η έξοδος των ορφανών. Πέντε, καθώς περπατούν στα σύνορα προς την  ασφάλεια. 20.000 παιδιά πρέπει να βρουν νέα σπίτια σε Παλαιστίνη, Συρία και Ελλάδα», σημειώνεται.

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα για την μεταφορά τον μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα ήταν η διακρίβωση της ελληνικής υπηκοότητας τους. Το γεγονός ότι  οι πρόσφυγες εγκατέλειψαν βίαια τις πατρογονικές εστίες τους χωρίς καμία σχετική γραπτή βεβαίωση της ταυτότητος τους, λόγω των συνθηκών του πολέμου,[3] τους δημιουργούσε πρόβλημα στην απόδειξη της ελληνικής υπηκοότητας τους. Καθώς το ελληνικό κράτος ήταν απροετοίμαστο για την υποδοχή  τόσων πολλών και ανομοιογενών πληθυσμιακών ομάδων, η απόδειξη της ελληνικής υπηκοότητας αυτών των ατόμων αποτέλεσε ισχυρό όπλο της ελληνικής διπλωματίας προκειμένου να κερδίσει πολύτιμο χρόνο σε μία κρίσιμη και δύσκολη  περίοδο.

Επιχειρηματολογώντας λοιπόν το ελληνικό κράτος με βάσει την διακρίβωση της ελληνική υπηκοότητας των Ελλήνων προσφύγων, αρνιόταν να πληρώσει στην γαλλική Ύπατη Αρμοστεία τον ποσό των 22.571,80 γαλλικών φράγκων[4] για την μεταφορά 76 προσφύγων στην Ελλάδα με έξοδα της γαλλικής Ύπατης Αρμοστείας, αν προηγουμένως δεν  αποδειχθεί η ελληνική υπηκοότητά τους.[5]

Σημαντικό επίσης γεγονός αποτελούσε το Πατριαρχείο Αντιοχείας[6], το οποίο κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας έχασε ικανό μέρος της εμβέλειάς του, αφού επικεφαλής όλης της κοινότητας (millet) των ορθοδόξων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ορίστηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ύστερα από τον καταστρεπτικό σεισμό του 1531 η έδρα του Πατριαρχείου μεταφέρθηκε οριστικά από την Αντιόχεια στη Δαμασκό. Το Πατριαρχείο είχε κι αυτό κατά πλειοψηφία άραβες πιστούς, αν και σε αντίθεση με το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων είχε και μεγάλο αριθμό ελληνόφωνων ορθοδόξων στην περιοχή της σημερινής Νοτιοανατολικής Τουρκίας. Χάρη στην επίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο θρόνο του Πατριάρχη εκλέγονταν Έλληνες αρχιερείς και έως το 1899 η αραβική πλειοψηφία δεν μπορούσε να εκλέξει ένα μέλος της στο θρόνο της Αντιόχειας . Η ελληνική επανάσταση του 1821, η δημιουργία του ελληνικού κράτους και η γενικότερη ανάπτυξη του εθνικισμού στη Βαλκανική οδήγησαν στη μείωση της επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως ηγετικού πόλου των Ορθοδόξων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεύτερον, η ρωσική επιρροή που αναπτύχθηκε στην ορθόδοξη Εγγύς Ανατολή, και τρίτον, η συγκρότηση ισχυρών κοινωνικών ηγετικών ομάδων των αράβων Ορθοδόξων στη Βηρυτό και τη Δαμασκό είχαν ως αποτέλεσμα να εκλεγεί άραβας Πατριάρχης στον πατριαρχικό θρόνο. Ο Μελέτιος, άραβας επίσκοπος της Λατάκειας (Λαοδικείας), εκλέχτηκε Πατριάρχης Αντιοχείας το 1899. Τέλος εποχής για το Πατριαρχείο Αντιόχειας, απετέλεσε ο θάνατος του τελευταίου Έλληνα μητροπολίτη του ιστορικού Πατριαρχείου, του πρώην Βαγδάτης και Κουβέιτ Κωνσταντίνου, ο ποίος  γεννήθηκε το 1924 στην Δαμασκό από πρόσφυγες μικρασιατικής καταγωγής και χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος το 1951.

Η ύπαρξη  ήδη εκεί ελληνικής κοινότητας; η προσπάθεια ίσως  ενδυνάμωσης του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Συρίας για την στήριξη του Πατριαρχείου της Αντιοχείας, με την ταυτόχρονη   αποδυνάμωση της Ρωσικής επιρροής; η έλλειψη ανεξάρτητου συριακού έθνους; ίσως είναι κάποιοι από τους λόγους που  θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν την πολιτική απόφαση της  προώθησης μικρασιατών προσφύγων στην Συρία που όπως θα δούμε παρακάτω δεν ήσαν αποδεκτοί ούτε από τους Γάλλους αποικιοκράτες της Συρίας. Το πρόβλημα των συγκεκριμένων προσφύγων, αντιμετωπίστηκε από όλες τις πλευρές, την γαλλική και ελληνική κυβέρνηση, το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Συρία και το Πατριαρχείο της Αντιοχείας με διαφορετικό τρόπο, αφού η κάθε πλευρά κινήθηκε με βάση τα δικά της συμφέροντα  και τον τρόπο που θεωρούσαν ότι αυτά εξυπηρετούνταν καλύτερα[7].

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη της Λωζάννης 24/7/1923
Ειδοποιητήριο με αρ. πρωτ 87912/16-12-1927 Μικτής Επιτροπής επί της ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών

 

 

ν

 

 

 

 

 

Για τους Γάλλους αυτή την περίοδο το  ενδιαφέρον τους δεν εστιάζεται   στην ανθρώπινη ζωή και τη προστασία των μειονοτήτων. Δεν θα διστάσουν, άλλωστε, δύο χρόνια αργότερα να βομβαρδίσουν την ίδια τη Δαμασκό, όταν ξέσπασε αραβική επανάσταση (Μεγάλη Επανάσταση του 1925 στη συριακή ιστορία). Η στάση της Γαλλίας στιγματίζεται ως «απάνθρωπος», ενώ γίνονται εκκλήσεις προς Αμερικανούς και Βρετανούς για βοήθεια. Οι πρώτοι ανταποκρίνονται στο πλαίσιο της ευρύτερης βοήθειας προς τους Έλληνες πρόσφυγες,  ο αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός, που όπως αναφέρεται σε λεζάντα  φωτογραφίας από τη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, απεικονίζει πρόσφυγες που περιμένουν στην ουρά στο Χαλέπι για συσσίτιο του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, «σίτισε 12.000 Έλληνες» αλλά διέκοψε την παροχή βοήθειας την 1η Αυγούστου του 1923! Συνολικά είχε παραχωρήσει περισσότερα από 2.5 εκατομμύρια δολάρια για τη σίτιση και την περίθαλψη εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων…

Μια περιγραφή της κατάστασης παραθέτει ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Χάρολντ Σπένσερ, ο οποίος γράφει στις αρχές Μαρτίου του 1923: «Η κατάστασις εχειροτέρευσεν, ιδίως λόγω της πολιτικής της Γαλλικής Κυβερνήσεως… Μέγας αριθμός προσφύγων της Μικράς Ασίας επί των πλοίων εις τους Γαλλικούς λιμένας της Συρίας, οι δε Γάλλοι ουχί μόνον αρνούνται να επιτρέψουν εις αυτούς να παραμείνουν τουλάχιστον εις Συρίαν, αλλά αρνούνται και να τους δώσουν τροφήν… Ο εκεί Ελλην πρόξενος ζητεί εσπευσμένως χρήματα διά να σώση τους πληθυσμούς αυτούς εκ πείνης θανάτου, παρίσταται δε ανάγκη να μεταφερθούν και οι πρόσφυγες ούτοι της Συρίας εις την Ελλάδα εφ’ όσον οι Γάλλοι τους εκδιώκουν…» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ 3/3/1923).

Ο ελληνικής καταγωγής πληθυσμός της Συρίας είναι κυρίως συγκεντρωμένος στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, στη Δαμασκό και στο Χαλέπι (και στις δύο πόλεις λειτουργούσαν πριν τον πόλεμο και τάξεις ελληνικών σχολείων).Η σύγχρονη ελληνική παρουσία άρχισε να καταγράφεται στη Δαμασκό, από το 1913, με την παρουσία Ελλήνων εμπόρων και εμπορικών αντιπροσώπων. Η ελληνική κοινότητα Δαμασκού ιδρύθηκε επίσημα το 1917 και έφθασε να αριθμεί μέχρι και πάνω από 1.000 μέλη. τότε δημιουργείται ο πρώτος πυρήνας της κατοπινής Ελληνικής Χριστιανικής κοινότητας. Την πρωτεύουσα θα ακολουθήσει αμέσως μετά δημιουργία κοινότητας στο Χαλέπι. Αυτή θα εξελιχθεί στη μεγαλύτερη της Συρίας , ενώ θα «τροφοδοτεί» με μέλη και την ελληνική κοινότητα της Βηρυτού.

Ενδεικτικό της τότε παρουσίας Ελλήνων στο Χαλέπι, είναι το γεγονός ότι από το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αρχίζει να αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των Χριστιανών Ορθοδόξων. Η αύξηση συνδέεται με την άφιξη ανθρώπων που επέζησαν από τις γενοκτονίες στην Κιλικία και τη Νότια Τουρκία.

Στη Συρία ζήτησαν καταφύγιο σε διάφορες πόλεις, τουλάχιστον 17.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας, όπως αναφέρει ο Onur Yildirim[8]ο οποίος παραθέτει μάλιστα ένα τηλεγράφημα του προέδρου της Επιτροπής των Ελλήνων Προσφύγων στο Χαλέπι προς το υπ. Εξωτερικών της Ελλάδας, με το οποίο ζητά να μην επιτραπεί σε άλλους μικρασιάτες να καταφύγουν στο Χαλέπι, όπου «έχει καταστεί αδύνατο να δεχτεί περισσότερους πρόσφυγες». Το τηλεγράφημα εστάλη στις 31 Μαΐου του 1923.

Ο Robert de Caix, Γενικός Γραμματέας της γαλλικής Αρμοστείας στη Συρία,[9] από τους πρώτους μήνες του 1923, κάνει λόγο στην αλληλογραφία του για την παρουσία 10.000 Ελλήνων προσφύγων στο Χαλέπι[10] και 1.400 στη Βηρυτό.

Φυσικά, η ζωή για τους πρόσφυγες, τόσο στη Συρία, όσο και στις άλλες περιοχές που είχαν βρει καταφύγιο, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού του 1923, τα τρόφιμα από τους διάφορους φιλανθρωπικούς οργανισμούς είχαν τελειώσει και η κατάσταση για τους πρόσφυγες περιγραφόταν ως «τραγική, και επισφαλής»

Το δεύτερο εξάμηνο του 1922 και τις αρχές του 1923 και ενώ συνεχίζονταν στη Λωζάννη οι διαπραγματεύσεις για την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών και μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης[11] στη Συρία οδηγήθηκαν χιλιάδες Έλληνες. Πολλοί, όμως, από αυτούς μετακινήθηκαν προς τη Βηρυτό, όπου υπήρχαν μεγαλύτερη εμπορική και  οικονομική κίνηση και περισσότερες  ευκαιρίες[12]

 Η ανταλλαγή πληθυσμών θεωρήθηκε ως η καλύτερη μορφή προστασίας των μειονοτήτων, καθώς και «η πιο δραστική και ανθρωπιστική λύση».

Υπεύθυνος  της ανταλλαγής ήταν ο Φρίντγιοφ Νάνσεν,[13]  τον οποίον είχε επιφορτίσει με το έργο αυτό η Κοινωνία των Εθνών. Ως ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής για τους πρόσφυγες, ο Νάνσεν σχεδίασε και επέβλεψε την ανταλλαγή, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα της Ελλάδας, της Τουρκίας, και άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών

Ο Νάνσεν πίστευε ότι το καίριο θέμα στις διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη δεν ήταν ο εθνικισμός, αλλά «ζήτημα που έχριζε άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης, με την μικρότερη δυνατή καθυστέρηση». Πίστευε επίσης ότι ο οικονομικός παράγοντας ήταν εκείνος που έχριζε της μεγαλύτερης προσοχής. Ο Νάνσεν αναγνώρισε ότι οι δυσκολίες ήταν τεράστιες, δεδομένου ότι η ανταλλαγή θα απαιτούσε τον εκτοπισμό πάνω από 1.000.000 ατόμων, και οι οποίες πρόεκυπταν όπως δήλωσε, «…ξεριζώνοντας αυτούς τους ανθρώπους από τις εστίες τους, μεταφέροντάς τους σε μια ξένη νέα χώρα,…καταγράφοντας, αξιολογώντας και αλλοτριώνοντας την περιουσία που άφησαν πίσω, και… αποδίδοντας σε αυτούς τις δίκαιες διεκδικήσεις από την αξία των περιουσιών τους»

Η συμφωνία υποσχόταν ότι η περιουσία των μεταναστών θα διαφυλασσόταν, και ότι αυτοί θα μπορούσαν να μεταφέρουν ελεύθερα μαζί τους την όποια κινητή τους περιουσία. Απαιτούνταν επίσης η περιουσία που δεν θα μετακινούνταν να καταγραφεί σε καταλόγους, οι οποίες θα υποβαλλόταν και στις δύο κυβερνήσεις για τη φροντίδα των μελλοντικών αποζημιώσεων. Λόγω της διαφορετικής φύσης των πληθυσμών, η περιουσία που άφησαν πίσω η ελληνική οικονομική ελίτ της Ανατολίας, ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που άφησαν πίσω οι Μουσουλμάνοι γεωργοί στην Ελλάδα

Φυσικά υπήρξαν και  απόψεις αντίθετες προς την συνθήκη της Λωζάννης.

Ο ιστορικός Norman Naimark[14] υποστήριξε ότι αυτή η σύμβαση ήταν το τελευταίο μέρος της προσπάθειας εθνικής εκκαθάρισης, για τη δημιουργία εθνικά καθαρής χώρας για τους Τούρκους.

Ο ιστορικός Dinah Shelton[15] έγραψε ότι, «η Συνθήκη της Λωζάννης ολοκλήρωσε την δια της βίας μεταφορά των Ελλήνων της χώρας (που ζούσαν στην Τουρκία)»

Ο Λόρδος Κάρζον, [16]ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών, δήλωσε  πολύ απογοητευμένος από τη λύση που δόθηκε, την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, ως « λύση καλή και σκληρή, για την οποία ο κόσμος θα πλήρωνε το τίμημα για εκατοντάδες χρόνια, και απεχθανόταν το να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτήν τη λύση».

Είναι δυσδιάκριτο ποια ακριβώς είναι η συνέχεια του δράματος των 17.000 -ίσως και παραπάνω- προσφύγων στη Συρία. Ελάχιστες πληροφορίες είναι διαθέσιμες. Πολλοί απ’ αυτούς μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και άλλοι κατέφυγαν αλλού. Πάντως, προς το τέλος Ιουνίου του 1923 μερικές χιλιάδες βρίσκονταν ακόμη στην περιοχή, προσμένοντας τη μεταφορά τους (πηγές της ελληνικής κυβέρνησης εκείνη τη χρονική περίοδο κάνουν λόγο για 2.000-3.000 μόνο στη Βηρυτό). Αυτοί είχαν μεταφερθεί εκεί από τις συριακές ακτές με ελληνικά μέσα, ύστερα από απαίτηση των Γάλλων της Συρίας.

Το καλοκαίρι του 1923 βρίσκονταν ακόμη σε αναμονή: 23.000 πρόσφυγες στην Κωνσταντινούπολη, 20.000 στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, 4.000 στη Μερσίνη και 17.000 σε διάφορες πόλεις της Συρίας. Συνολικά, περίπου 64.000 πρόσφυγες περίμεναν κάτω από άθλιες συνθήκες σε διάφορα λιμάνια και σε παραθαλάσσιες πόλεις για να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Ακόμα και αν έφευγαν όλοι όμως, υπήρχαν άλλοι 150.000 πρόσφυγες που περίμεναν τη σειρά τους, στα βάθη της Ανατολίας. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά οδυνηρή. Το πλήθος ήταν τεράστιο και τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί. Στις 11 Ιουλίου, η γαλλική κυβέρνηση, υπό τον έλεγχο της οποίας βρισκόταν η Συρία και ο Λίβανος, απαίτησε από την Ελλάδα να μεταφέρει με δικά της έξοδα και επιμελητεία, τουλάχιστον 2.000 πρόσφυγες στη Βηρυτό.

   

 

 

 

 

 

 

Περίπου 8.000 έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολία βρίσκουν καταφύγιο σε σπηλιές κοντά στο Χαλέπι

 

Ο ύπατος Αρμοστής του γαλλικού προτεκτοράτου της Συρίας στρατηγός Maxime Weygand, σημείωνε στην αλληλογραφία του ότι «Δεν υπάρχει άλλη λύση από έναν άμεσο επαναπατρισμό. Εάν η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να το αποφασίσει, θα αναγκαστώ να προβώ σε μέτρα που θα ήθελα να αποφύγω με οποιοδήποτε τρόπο»[17]. Η Ελλάδα μέχρι τις 15Αυγούστου 1923, έπρεπε υποχρεωτικά να τους μεταφέρει διαφορετικά τα άτομα αυτά θα εκδιώκονταν[18]. Λίγο αργότερα η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε την άφιξη στη Βηρυτό του πλοίου Ευστράτιος, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη[19]. Παρά τις διάφορες δωρεές για να καλυφθούν τα έξοδα της μεταφοράς  των προσφύγων, περίπου 1.000 πρόσφυγες πλήρωσαν μόνοι τους το ταξίδι.[20]Η Ύπατη Αρμοστεία, ύστερα από πρωτοβουλία του Weygand, συνεισέφερε 20.000 γαλλικά φράγκα για τον ανεφοδιασμό του πλοίου[21]. Με το πλοίο Κατίνα αναχώρησαν την `1η Σεπτεμβρίου του 1923, εκτός από τους αρρώστους, άλλοι 3.000 περίπου πρόσφυγες από τη Βηρυτό και το Χαλέπι[22]

Λίγο μετά το τραγικό 1922, δημοσιεύτηκε σε αθηναϊκό έντυπο ένα εικονογραφικό σχεδίασμα όπου η Ιωνία και η Συρία συνομιλούν ενσαρκωμένες σε δύο γυναικείες μορφές. Η Συρία όρθια, καλοντυμένη  και υπερόπτης λέει στην καθισμένη, λυπημένη και κατακουρελιασμένη Ιωνία :

«Ο δικός μου φίλος είναι μεγάλος και μου ορκίζεται  πώς δεν θα με αφήσει ποτέ»

.Και η Ιωνία της απαντά :

«Κι΄ οι δικοί μου φίλοι ήταν μεγάλοι κ’ έκαναν χίλιες φορές το ίδιο όρκο και μ’ άφησαν στους πέντε δρόμους».

 Συμπερασματικά, η απεικόνιση της Συρίας και της Ιωνίας με το εντυπωσιακό σχεδίασμα του αθηναϊκού εντύπου, αποκαλύπτει αυτό που τότε ήταν κοινός τόπος, αλλά ταυτόχρονα αναδείκνυε την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη ως τμήματα του παλιού πολυεθνικού κόσμου που είχαν βρεθεί μπροστά σε μία κοσμοϊστορική αλλαγή που θα έπρεπε να την υποστούν. Την μετάβαση από την πολυεθνική  προνεωτερική κοινωνική δομή, στο νεωτερικό έθνος- κράτος και όσα η μετάβαση συνεπάγεται.[23]

Σε αντιδιαστολή του τότε μπορούμε να αναφερθούμε στη σημερινή κρατούσα κατάσταση, την   εποχή μιας νέας μεταμοντέρνας – μετανεωτερικής εποχής, όπου σύμφωνα και με τον Φράνσις Φουκουγιάμα,[24] πρόκειται για το μετακομμουνιστικό «τέλος της Ιστορίας» ή μάλλον, την ύπαρξη «μιας Παγκόσμιας ιστορίας και ενός Παγκόσμιου Πολιτισμού».

Έχουμε έτσι την υπέρβαση της έννοιας του εθνικού κράτους και διαμορφώνεται σιγά-σιγά ένα «παγκόσμιο χωριό» ή ακριβέστερα μία «παγκόσμια αγορά» και πάλι με όσα η μετάβαση αυτή  συνεπάγεται.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] Η Σύμβαση Περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών υπογράφηκε στην Λωζάννη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923, έξι μήνες πριν να συνομολογηθεί η συνθήκη της Λωζάννης, από εκπροσώπους των κυβερνήσεων του Βασιλείου της Ελλάδας και της Τουρκίας (της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης) και συγκεκριμένα εκ μέρους της Ελλάδας από τον Ε. Βενιζέλο. Αφορούσε περίπου 2 εκατομμύρια άτομα (περίπου 1,5 εκατομμύρια Έλληνες της Ανατολίας, και 500.000 Μουσουλμάνους στην Ελλάδα), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έγιναν πρόσφυγες χάνοντας de jure την υπηκοότητα της χώρας που άφηναν πίσω.

[2] Τον Μάρτιο του 1920, το Συριακό Εθνικό Κογκρέσο ανακήρυξε τον Faisal ως βασιλιά της Συρίας «στο φυσικό όριό της» από τα βουνά του Ταύρου στην Τουρκία έως  την έρημο του Σινά στην Αίγυπτο. Ωστόσο, το κράτος του στη Συρία έληξε μετά από μόλις λίγους μήνες μετά από μια σύγκρουση μεταξύ της Συριακής Αραβικής  δύναμις  και τις γαλλικές δυνάμεις στη Μάχη της Maysalun . Γαλλικά στρατεύματα πήραν τον έλεγχο της Συρίας και ανάγκασαν τον  Faisal να τραπεί σε φυγή. Αργότερα εκείνο το έτος, τον Απρίλιο του 1920 οι δυνάμεις της Ατάντ αποφάσισαν στη διάσκεψη του Σαν Ρέμο να χωρίσουν βασίλειο Faisal και  την τοποθέτηση Συρίας-Λιβάνου βάσει γαλλικής εντολής, και της Παλαιστίνης υπό βρετανικό έλεγχο. Η Συρία χωρίστηκε σε τρεις αυτόνομες περιοχές από τη γαλλική, με ξεχωριστούς χώρους για τους Alawis στην ακτή και των Δρούζων στο νότο. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Τομ. 56, σ. 146

[3] Λ. Κορμά., Κινητικότητα, Ταυτότητες και Κρατική Πολιτική : Έλληνες Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Συρία και τον Λίβανο, 1921-1923. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Τ. 19ος, Αθήνα 2015,  σ. 104

[4] ΙΑΥΕ, 1923/12. Η Μεταφορά των προσφύγων από τη Συρία, Βηρυτός, 1 Νοεμμβρόυ 1922, αρ. πρωτ. 1125.

[5] ΙΑΥΕ, 1923/12. Η Μεταφορά των προσφύγων από τη Συρία. Υπουργείο Περιθάλψεως προς το Υπουργείο των Εξωτερικών, Αθήνα, 9 Δεκεμβρίου 1922, αρ. πρωτ. 88540.

[6] Σωτήρης Ρούσσος., «Τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής». Βουλή των Ελλήνων, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ 15Ος-21Ος ΑΙΩ. Επιμέλεια Ιωάννης Κ. Χασιώτης ΄Ολγα Κατσιαρδή-Hering, Ευρυδίκη Α. Αμπατζή AΘHNA 2006

[7] Λ. Κορμά., Κινητικότητα, Ταυτότητες …ο.π. σ.112.

[8] στο «Diplomacy and Displacement: Reconsidering the Turco-Greek Exchange of Populations, 1922-1934».

[9] Λ. Κορμά., Κινητικότητα, Ταυτότητες ….ο.π. σ. 99

[10] Οι ελληνικές αρχές σημείωναν, από την πλευρά τους, ότι τον Ιανουάριο του 1923 βρίσκονταν περίπου 9.000 πρόσφυγες στο Χαλέπι.

[11] Η Σύμβαση Περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών υπογράφηκε στην Λωζάννη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923, έξι μήνες πριν να συνομολογηθεί η συνθήκη της Λωζάννης, από εκπροσώπους των κυβερνήσεων του Βασιλείου της Ελλάδας και της Τουρκίας (της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης) και συγκεκριμένα εκ μέρους της Ελλάδας από τον Ε. Βενιζέλο. Αφορούσε περίπου 2 εκατομμύρια άτομα (περίπου 1,5 εκατομμύρια Έλληνες της Ανατολίας, και 500.000 Μουσουλμάνους στην Ελλάδα), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έγιναν πρόσφυγες χάνοντας de jure την υπηκοότητα της χώρας που άφηναν πίσω.

[12] Αναστάσιος Μ. Τάμης., «Ανατολική και Νότια Ασία». Βουλή των Ελλήνων, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ 15Ος-21Ος ΑΙΩ. Επιμέλεια Ιωάννης Κ. Χασιώτης ΄Ολγα Κατσιαρδή-Hering, Ευρυδίκη Α. Αμπατζή AΘHNA 2006

[13] Ο Φρίντγιοφ Νάνσεν (1861-13 Μαΐου 1930) ήταν Νορβηγός εξερευνητής, επιστήμονας και διπλωμάτης. ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες. Το 1922 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης για την προσφορά του στους πρόσφυγες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το θάνατό του το 1930, η Κοινωνία των Εθνών ίδρυσε το Διεθνές Γραφείο Νάνσεν για τη στήριξη των προσφύγων.

[14] Norman M. Naimark γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, όπου έλαβε το πτυχίο του (1966), MA (1968), και Ph.D. (1972) . Για δεκαπέντε χρόνια, διετέλεσε καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και της Ρωσικής Research Center στο Χάρβαρντ.

[15] Dinah Λ Shelton ήταν καθηγητής του διεθνούς δικαίου και διευθυντής του διδακτορικού προγράμματος στο διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Πανεπιστήμιο της Notre Dame Νομικής Σχολής 1.996 έως 2.004. Δίδαξε στο παρελθόν στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Κλάρα και ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Davis, το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Berkeley, το Πανεπιστήμιο του Παρισιού, και το Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, Γαλλία. Από το 1987 έως το 1989, ήταν ο διευθυντής του Γραφείου του Δικηγορικού προσωπικό στο Εφετείο των ΗΠΑ για την Ένατη Circuit.

[16] Ο λόρδος Τζωρτζ Κάρζον , 1ος Μαρκήσιος του Κέντελστον ήταν Βρετανός πολιτικός του συντηρητικού κόμματος. Εξελέγη βουλευτής το 1886 στη Βουλή των Κοινοτήτων. Διετέλεσε Αντιβασιλέας των Βρετανικών Ινδιών και υπουργός εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου. Ενεπλάκη σε παρά πολλές οριοθετήσεις και σημάνσεις διεθνών συνόρων και έμεινε γνωστός, μεταξύ άλλων, για την εξής φράση: Τα σύνορα είναι η κόψη του ξυραφιού από την οποία κρέμονται οι σύγχρονες έννοιες πολέμου και ειρήνης Απεβίωσε στις 20 Μαρτίου του 1925.

[17] AND. Athenes/449. Minist;ere de France a Athenes. Alep, 19 Juilllet 1923,  n. 346/6

[18] LAYE, 1923/12. Η μεταφορά των προσφύγων από τη Συρία, Γ.Προξενείον της Ελλάδας εν Συρία προς το επί  των Εξωτερικών Β. Υπουργείον, Βηρυτός, 26 Ιουλίου 1923.

[19] LAYE, 1923/12.Η Μεταφορά των προσφύγων από τη Συρία. Υπουργείον Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως προς το Υπουργείον των Εξωτερικών, Αθήνα 10 Αυγούστου 1923, αρ. πρωτ. 73867.

[20] Λ. Κορμά., Κινητικότητα, Ταυτότητες …ο.π. σ.111

[21] LAYE, 1923/12. Η Μεταφορά των προσφύγων από τη Συρία. Γ. Προξενείον της Ελλάδος εν Συρία προς το επί των Εξωτερικών Β. Υπουργείον, Βηρυττός, 24 Αυγούστου αρ. πρωτ. 9094

[22] LAYE, 1923/12.  ο.π.

[23] Εφημερ. Η Καθημερινή 10-4-2016, Βλ. Αγτζίδη, «Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 στη Συρία»

[24] Φ.Φουκουγιάμα., «Το τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος». Εκδ. Λιβάνη 1992