Τα οικονομικά του Αγώνα, κατά την έναρξη της Επανάστασης του 1821

Κατηγορίες: Άρθρα

Μαργαρίτα Γ.Δημητριάδου, Ιστορικός

Η Οικονομία ως θεμέλιο της Ανεξαρτησίας ενός Έθνους.

Μορφές οικονομίας έχουν καταγραφεί στον ελλαδικό χώρο, από την εποχή των πρώτων πολιτισμών,  την εποχή των ομηρικών χρόνων και την κλασική εποχή, κατά την οποία οι σωκρατικοί φιλόσοφοι διατύπωσαν τις απόψεις τους για την οικονομία ως έννοια και έθεσαν τις βάσεις για την επιστήμη αυτή πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν και  μεταγενέστερες σκέψεις. Στην πορεία του χρόνου διαμορφώθηκαν  οικονομικές θεωρίες από επιστήμονες του Δυτικού κόσμου και ακολουθήθηκαν οικονομικά μοντέλα που στόχο τους είχαν την ανεξαρτησία και  ευδαιμονία του κάθε έθνους, την ατομική ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την  βελτίωση της ζωής των πολιτών.

Όταν η επιστήμη της οικονομίας απευθυνόταν στην οικονομία του κράτους, πρότεινε τρόπους βελτίωσης της ζωής των πολιτών του,  μέσα στα πλαίσια  ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Όταν ,όμως, η πολιτική ενός κράτους ξεπερνούσε τα εδαφικά όρια της κυριαρχίας του, τότε και η οικονομία ακολουθούσε μία πορεία η οποία ως στόχο της είχε τον πλουτισμό της χώρας αυτής  σε βάρος μιας άλλης χώρας και των κατοίκων της. Η επεκτατική αυτή πολιτική οδηγούσε  σε πολέμους και συρράξεις ανάμεσα στα κράτη, στην προσπάθεια του ενός να επιβληθεί του άλλου και του άλλου, με τη σειρά του, να αμυνθεί και να υπερασπισθεί τα δικαιώματα και συμφέροντά  του. Έγινε, λοιπόν, αντιληπτό ότι  σε εθνικό επίπεδο η ενδυνάμωση της οικονομίας ενός κράτους του εξασφαλίζει την ειρήνη, την ελευθερία και την ανεξαρτησία του, την εξισορρόπηση και τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, τη διατήρηση της ηρεμίας και της τάξης ανάμεσα στους πολίτες του. Σε ατομικό επίπεδο, η οικονομική ανεξαρτησία είναι η δυνατότητα να ικανοποιούνται οι υλικές ανάγκες χωρίς την υποχρέωση να ενεργούμε αντίθετα, με διαφορετικό τρόπο από τον οποίο μας υπαγορεύει ο δικός μας ηθικός κανόνας. Αυτή η ανεξαρτησία συγκεκριμενοποιημένη στο άτομο, είναι ο τελικός όρος και η κορυφαία κατάκτηση όλων των πολιτικών αγώνων για την ανεξαρτησία των λαών, των εθνοτήτων, των περιφερειών και των δήμων.[1]

Βασικό χαρακτηριστικό της ιστορίας της οικονομικής επιστήμης είναι η διαχρονική σύγκρουση των σχολών σκέψης ή των οικονομικών δογμάτων (Οικονομικός φιλελευθερισμός, Μερκαντιλισμός, Μαρξισμός, Καπιταλισμός, Κεϋνσιανισμός, Μονεταρισμός κ.ά.)  με συχνές επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις• ένας πραγματικός επιστημονικός και συχνά πολιτικός πόλεμος για την διάδοση και την επιρροή των ιδεών.

Οικονομικές Δομές του Ελληνισμού κατά την Έναρξη  του Αγώνα

Το παζάρι της Αθήνας, επιχρωματισμένη λιθογραφία του Edward Dodwell (1821)

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης  από τους Οθωμανούς αλλά και την επέκταση τους σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, καθιερώνεται ένα παραγωγικό σύστημα προκαπιταλιστικό, χωρίς να είναι απαραίτητα και απόλυτα φεουδαρχικό, την περίοδο όπου η  Δύση δεν θα αργήσει να πορευθεί προς την διαδικασία της εκβιομηχάνισης. [2] Στα χρόνια που ακολουθούν, την Οθωμανική κυριαρχία, η μεταχείριση που έχουν οι  υπόδουλοι Έλληνες από τους Οθωμανούς, είναι απόρροια του τρόπου της κατάκτησης τους. Όσοι αποδέχτηκαν ειρηνικά την κατάκτηση, αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικό τρόπο από εκείνους που αντισταθήκαν, καθώς οι ,μεν, πρώτοι διατήρησαν την φεουδαρχική τους σχέση  με το δικαίωμα εκμετάλλευσης της περιουσίας τους  κάτω από το φορολογικό σύστημα της οθωμανικής εξουσίας, ενώ οι άλλοι,  είτε έχασαν τη ζωή είτε, επιζώντες, έχασαν την περιουσία τους.  Όσοι διατήρησαν το δικαίωμα εκμετάλλευσης  της  περιουσία τους – και δεν είναι μόνον οι παλαιοί γαιοκτήμονες οι συμφιλιωμένοι με την οθωμανική κυριαρχία που διατήρησαν την κυριότητα της περιουσίας τους, αλλά και οι χριστιανοί οι οποίοι με τις υπηρεσίες που προσέφεραν στην οθωμανική αυτοκρατορία ως «γραμματικοί» στις οικονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες της διοίκησης απέκτησαν  γη και οικονομικές παροχές. Τα προνόμια αυτά όμως ποτέ δεν πέτυχαν να τους απαλλάξουν από την κοινωνική θέση του πολίτη της δεύτερης κατηγορίας, του άπιστου.[3] Οι υπόλοιποι κατακτημένοι Έλληνες, κατατάσσονται στην πλατιά  μάζα των γεωργών, οι οποίοι  στα πρώτα, περίπου, εκατό χρόνια της κατάκτησης χωρίζονται σε δούλους, δουλοπάροικους και ελεύθερους γεωργούς, ενώ η παραγωγή περιορίζεται την περίοδο αυτή (1500-1600 περίπου) κυρίως σε δημητριακά και λάδι. Η κατάσταση αυτή διαφοροποιείται εξ αιτίας της πολεμικής δράσης των Οθωμανών και τις αυξημένες απαιτήσεις των σπαχήδων προς του καλλιεργητές των κτημάτων. Οι  Έλληνες αναγκάζονται  να εγκαταλείψουν τα πεδινά και να στραφούν προς τους ορεινούς τόπους με αποτέλεσμα  η γη να μένουν ακαλλιέργητη.[4]

Οι δύο πρώτοι αιώνες μετά την άλωση (1453-1669) αποτελούν τον πραγματικό «ελληνικό μεσαίωνα», είναι οι αιώνες μιας σχεδόν κοινωνικής και πολιτιστικής στασιμότητας. Από τους χρόνους αυτούς  και μετέπειτα θα ξεκινήσουν να διαμορφώνονται βαθμιαία  οι προϋποθέσεις δόμησης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των Νεοελλήνων.[5]  Η περίοδος μεταξύ 1453-1750  στον ελληνικό χώρο, είναι περίοδος της οικιακής οικονομίας, με βάση την ιδιοκατανάλωση.[6]

Η γεωγραφική θέση του ελληνικού χώρου, με τον συνδυασμό του ανάγλυφου ορεινού, που προστάτεψε τους πληθυσμούς  από τους Οθωμανούς κυρίως κατά τους 15ο-17ο, αιώνα,   με την θάλασσα, που επέτρεψε στους υπόδουλους Έλληνες να έρχονται σε επαφή με την Δύση με νέες ιδέες,  συνέβαλε στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και την διαμόρφωση της κοινωνικής αντίληψης, που  τους διαφοροποίησαν  από τους υπόλοιπους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής.

Μία νέα μορφή οικονομικής δραστηριότητας των ραγιάδων αρχίζει να διαφαίνεται,  με την ανάπτυξη του εμπορίου από τα μέσα του 17ου αιώνα, ανάπτυξη η οποία στηρίζεται α) στην  ευρωπαϊκή εξόρμηση προς την Ανατολή κατά το τέλος του 16ου  αιώνα, για την κάλυψη των αναγκών της σε εξαγωγές και  φθηνότερες πρώτες ύλες, β) στην ανάπτυξη της ναυτιλίας, έτσι ώστε ό έμπορος  να απολαμβάνει κερδών και από την μεταφορά των εμπορευμάτων, και γ) την αλλαγή πολιτικής των Οθωμανών ως προς τις μετακινήσεις του πληθυσμού. Αυτή η αλλαγή, διευκόλυνε την μετατροπή της μονοκαλλιέργειας σε πολύμορφη καλλιέργεια και την ανάπτυξη της χειροτεχνίας, της οικοβιοτεχνίας.  Κυρίως διευκόλυνε την «επιστροφή» των πληθυσμών από τις ορεινές περιοχές στις πεδιάδες, με κυρίαρχη πια τάξη αυτή του τιμαριούχου – πασά που επιτρέπει την διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο και την συστηματική καλλιέργεια στις πεδιάδες.[7] Το θαλάσσιο και το χερσαίο εμπόριο, αν και εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους προερχόμενους από τη ληστεία και την πειρατεία αλλά και από τις αιφνίδιες αλλαγές της εσωτερικής και διεθνούς συγκυρίας, παρείχε την μοναδική δυνατότητα απόκτησης πλούτου και πολιτικής επιρροής.

Ελληνικό στοιχείο όμως δεν παραμένει μόνο στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς υπάρχει και το τμήμα του ελληνικού πληθυσμού που έχει μεταναστεύσει και δημιουργεί όπου υπάρχουν ελληνικές παροικίες.  Πρόκειται για τον απόδημο ελληνισμό, που μεταναστεύει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σε δύο  περιόδους.. Η πρώτη  περίοδος αρχίζει από την  άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα με κατεύθυνση προς την Δύση, ενώ η δεύτερη  ξεκινά από τις αρχές του 18ου αι και ολοκληρώνεται τον 19ο αι. με κύριο προορισμό την Ρωσία, την Αυστροουγγαρία και την Ρουμανία.. Στην πρώτη περίοδο η οικονομική ανάπτυξη των ελληνικών παροικιών δεν είναι έντονη. [8] Οι απόδημοι συμβιώνουν οικονομικά με την άρχουσα τάξη του τόπου υποδοχής τους. Αντίθετα, στην δεύτερη περίοδο, χάρη στην έντονη εμποροκρατία,  αποκτούν δική τους οικονομική οντότητα, διατηρούν τους δεσμούς του με την πατρίδα και  αποκτούν κοινωνική συνείδηση που τους επιτρέπει να αναπτύξουν και την εθνική τους συνείδηση. Έτσι η δεύτερη αυτή μεταναστευτική περίοδος γίνεται « ευεργετική».

Σημαντικός παράγοντας που διαμορφώνει την οικονομική κατάσταση των υποδούλων Ελλήνων είναι το φορολογικό σύστημα και οι φοροδοτικές επιβαρύνσεις (φορολόγηση έγγειας παραγωγής, τα «λύτρα» προς τον κατακτητή για την διατήρηση της στρατιωτικής  και φεουδαλικής δομής της αυτοκρατορίας, κεφαλικός φόρος κ.ά). Σύμφωνα με το  οθωμανικό φορολογικό σύστημα οι φόροι,  κατηγοριοποιούνται, στους Νομίμους νόμους που ορίζονται από το Κοράνι, στους θεμελιώδεις νόμους του Ισλάμ και στους Αυθαίρετους  που ορίζονται από πολιτικές διατάξεις.[9] Εκτός από τους παραπάνω φόρους, υπάρχουν και οι Έκτακτοι φόροι (αβάρετοι-αβανιέ) που επιβάλλονται από την τοπική εξουσία  ή τους πασάδες για την κάλυψη ειδικών  αναγκών, καθώς και οι Εκκλησιαστικοί και Κοινοτικοί φόροι , οι οποίοι αποδίδονται από του κατακτημένους Έλληνες είτε σε χρήμα είτε σε είδος.[10]Η σκληρή φορολογική πολιτική της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με την χαμηλή αμοιβή εργασίας, από την οποία περίπου το 75% κάλυπτε τα έξοδα διατροφής, και στην οποία δεν συμπεριλαμβάνονταν η μη αμειβόμενη  πρόσθετη εργασία, ήσαν οι αιτίες για την μη οικονομική ανάπτυξη των υποδούλων Ελλήνων. Το οθωμανικό γαιοκτητικό και φορολογικό σύστημα προστάτευε, βέβαια, το δικαίωμα των αγροτών να καλλιεργούν την γη της περιοχής τους, αλλά τους απομυζούσε όμως οικονομικά  και τους ανάγκαζε να ζουν στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης.

Μία διαφοροποίηση στην ανάπτυξη της παραγωγής και της οικονομίας παρατηρείται από τις αρχές του 19ου αιώνα, διαφοροποίηση η οποία στηρίζεται στην προϊούσα παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην ευρωπαϊκή εμπορική διείσδυση στον ελληνικό χώρο, καθώς και   στο καθεστώς των εμπορευματικών διευκολύνσεων και σε διευκολύνσεις που χορηγήθηκαν στους  Έλληνες βάσει  Ρωσοτουρκικών συμφωνιών. Το κεφάλαιο που συγκεντρώνεται δεν επενδύεται στις οικοβιοτεχνικές επενδύσεις ούτε σε άλλες οικονομικοκοινωνικές εκμεταλλεύσεις. Μία βιομηχανο-καπιταλιστική οικονομία δεν αναπτύσσεται.[11]

Δύο οικονομικοί πόλοι δημιουργούνται:  αυτός  που βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο και εκείνος που βρίσκεται στον πάροικο ελληνισμό. Οι  δύο αυτές, όμως, συγκεκριμένες οικονομικές δυνάμεις  δεν αποτελούν στο σύνολό τους τον οικονομικό πυρήνα της στήριξης της ελληνικής επανάστασης, καθώς υπάρχουν  ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα τους, αφού ορισμένοι από τους  οικονομικά ισχυρούς του ελλαδικού χώρου αντιμετωπίζουν την ιδέα της Επανάστασης με σκεπτικισμό, ενώ οι απόδημοι Έλληνες σχεδόν συλλήβδην αποζητούν την εθνική απελευθέρωση. Την άποψη αυτή επιβεβαιώνουν τα  λόγια του αγωνιστή του 21, Ν.Κασομούλη : «Ενήργησαν την Επανάστασιν εμποροτεχνίται από διάφορα επαγγέλματα εις ξένους τόπους Ευρώπην, Ανατολήν και Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, εγνώριζαν την δύναμιν των Οθωμανών και είχον την τόλμην να αδράξουν τα όπλα έναντίον των. Ας εξετάσει διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβε  μέρος εις την Επανάστασιν και θέλει ιδεί ότι η τάξη των ξενητεμένων λογιωτάτων και εμπόρων είναι η πρώτη, ήτις ετόλμησεν και εκίνησε τον μοχλόν τούτον…..»[12]

Όταν  ξεκινά η  επανάσταση του 1821, στην Δυτική Ευρώπη έχουν διαμορφωθεί συνθήκες  που διαφοροποιούν τόσο το οικονομικό της  οικοδόμημα όσο και το κοινωνικό της υπόβαθρο με εκρήξεις φιλελευθερισμού .[13] Την δεκαετία του 1820, το φιλελεύθερο κίνημα στην Ευρώπη ενισχύεται σημαντικά.[14] Το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης βρίσκει τον ελληνισμό κοινωνικά και οικονομικά δομημένο και διαρθρωμένο,  με ένα τρόπο που δημιουργήθηκε κάτω από τις συνθήκες της οθωμανικής κυριαρχίας και  διατηρήθηκε  μέχρι την συγκρότηση του ελληνικού κράτους.

α1. Συντεχνίες (Σινάφια- ρουφέτια – ισνάφια)

Στο οθωμανικό φεουδαρχικό σύστημα οργάνωσης και παραγωγής, η συντεχνία αποτέλεσε μία μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, στην οποία είχαν ενταχθεί οι τεχνίτες.[15] Αποτελεί μία μικρότερη ομάδα μέσα στην προηγμένη πολιτιστικά κοινότητα, είχε την υποστήριξη του οθωμανικού κράτους για λόγους κυρίως φορολογικούς, και ρύθμισης της οικονομικής ζωής αλλά και του εγχώριου πληθυσμού που βασιζόταν σε αυτή.  Οι συντεχνίες εξελίχθηκαν και εναρμονίσθηκαν με την ανάπτυξη της κοινωνικο-οικονομικής ζωής των βαλκανικών πόλεων όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της οικονομικής οργάνωσης του οθωμανικού κράτους.[16]

Ο ρόλος της συντεχνίας στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας είναι διττός, καθώς, αφ’ ενός, συμβάλλει στην διατήρηση των οικονομικών ισορροπιών, μέσα σε ένα σύστημα εσωτερικής αγοράς, περιορισμών και κατανομών το οποίο επιδιώκει την κατάργηση του συναγωνισμού και μιας εργατικής δύναμης με διαφορετική εξειδίκευση και διαφορετικό γεωγραφικό χώρο, αφ’ ετέρου, δε, διαμεσολαβεί ανάμεσα στην κρατική εξουσία και στους τοπικούς εκπροσώπους της, συνέπεια των φορολογικών της λειτουργιών.[17]

α2. Εμπόριο

Η οικονομία κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας ήταν κλειστή και εμπορικές συναλλαγές γίνονταν σπάνια και κυρίως με την ευκαιρία τοπικών εμποροπανηγύρεων, τα οποία συγκροτούνταν κατά κανόνα έξω από τις πόλεις σε νευραλγικά σημεία, όπου διατίθεντο προϊόντα που δεν μπορούσε να απορροφήσει το σύστημα της διαρκούς αγοράς. Άλλοι τρόποι τύπου αγοράς ήταν η διαρκής αγορά και η εβδομαδιαία αγορά που συνυπήρχαν τόσο στο επίπεδο των πόλεων όσο και στο επίπεδο μικρότερων πληθυσμιακών συγκεντρώσεων.

Οι εμπορικές μετακινήσεις των Ελλήνων έως το 1700 περίπου γίνονταν κατά κανόνα σε μικρές αποστάσεις, πάντοτε μέσα στα όρια της Οθωμανικής ΑυτοκρατορίαςΟι δραστηριότητες των Ελλήνων στο εξωτερικό, οδήγησαν (18ος-19ος αι.) στην δημιουργία διεθνών δικτύων τα οποία ήταν συνδεδεμένα με τα «ομογενή» δίκτυα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τα οποία ένα σημαντικό τμήμα ήλεγχαν.

Το παζάρι της Αθήνας, επιχρωματισμένηΈλληνας έμπορος λιθογραφία του Edward Dodwell (1821)
Έλληνας Έμπορο

Το εμπόριο προσέφερε στους  Έλληνες την οικονομική δυνατότητα να αναπτύξουν το βιοτικό και πνευματικό τους επίπεδο, να μορφώσουν τα παιδιά τους, να διαμορφώσουν τις συνθήκες για την ανάκτηση της ελευθερίας του και να οργανώσουν τον Αγώνα, για τα οποία ο Νικ. Παπαδόπουλος, γράφει : « Τι άρα είναι εκείνο……….., το θεόσδοτον αίτιον, το οποίον κατά τους εσχάτους τούτους χρόνους, ………ανεψύχωσε τους απανταχού Έλληνας….;  Ποίον είναι το μέσον, το οποίον η θεία Πρόνοια μετεχειρίσθη δια να ανεγείρη το Γένος, προσκαλούσα τας Μούσας εις τον Ελικώνα….;  εν ώ ελεεινώς αύτη κατάκειται δεδουλωμένη, απροστάτευτος από άρχοντας, και ηγεμόνας και χηρεύουσα από προνόμια, και εισοδήματα Στοών, Ακαδημιών, Περιπάτων, και όσα τοιαύτα κοινωφελή Διδακτήρια εφώτιζον, και εδόξαζον πάλαι; Αυτά τα πράγματα μας πληροφορούσιν, ότι είναι το «ΕΜΠΟΡΙΟΝ»[18].

α3. Ναυτιλία 

Η ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας ήταν ένα εκρηκτικό φαινόμενο με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς οι οποίοι οφείλονταν στην κρισιμότητα των διεθνών ανταγωνισμών για την κυριαρχία στην ανατολική, κυρίως, Μεσόγειο.[19] Την ανάπτυξη

Η πόλη της Νάξου στο δεύτερο μισό του 18ου αι. Αθήνα, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη. Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία (1453-1850), Αθήνα, έκδοση Εμπορικής τράπεζας της Ελλάδος, 1972, εικ. 96

της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, βοηθά η ιδιαιτερότητα του ελληνικού γεωπολιτικού χώρου.[20] Στο δεύτερο μισό του 18ου αι. η διεθνής συγκυρία ευνόησε την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας. Καθοριστικά γεγονότα αυτής της συγκυρίας ήταν, η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), η Γαλλική Επανάσταση του 1789 με όλες  τις συνέπειές τους.  Οι Έλληνες πλοιοκτήτες, επέτυχαν να  τα βελτιώσουν και να υποκαταστήσουν τους Γάλλους ναυτικούς στη Μεσόγειο.[21] Οι Έλληνες του εξωτερικού ανέπτυξαν πλοιοκτητικές και κυρίως συμπλοιοκτητικές επιχειρήσεις   υπό μορφή οικογενειακών επιχειρήσεων και, μάλιστα, σε αντιστοιχία προς τις εμπορικές εταιρικές τους επιχειρήσεις. [22]

Εξ αιτίας των κινδύνων που αντιμετώπιζαν τα πλοία λόγω της πειρατείας, και του λαθρεμπορίου, ήταν εξοπλισμένα με κανόνια, έτσι ώστε με την έναρξη της Επανάστασης, τα μεγαλύτερα πλοία βρέθηκαν  οπλισμένα με 18-20 κανόνια και τα μικρότερα με λιγότερα και μικρότερης εμβέλειας.[23] Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Pouqueville,  τα ελληνικά  εμπορικά πλοία ήταν εξοπλισμένα με 5.878 κανόνια και επανδρωμένα με 37.526 ναυτικούς.[24]   Εκ των πραγμάτων θα αποτελέσουν ένα σημαντικό πολεμικό όπλο για τον Αγώνα.[25]

Η οικονομική κατάσταση κατά την έναρξη της επανάστασης

Η ανάπτυξη και η οργάνωση των Δημοσίων Οικονομικών, έχουν ως υπόβαθρο την ύπαρξη και την λειτουργία του κράτους και των αρμοδίων γι’ αυτό υπηρεσιών. Επειδή όμως τέτοιες προϋποθέσεις  δεν υπήρχαν κατά την Επανάσταση, δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί η Δημόσια Οικονομία.  Εάν τα Δημόσια Οικονομικά απαιτούν την κρατική οργάνωση η οποία υπό ειρηνικές συνθήκες   βελτιώνεται,  υπό συνθήκες πολέμου και χωρίς προηγούμενη κρατική οργάνωση δεν ήταν δυνατόν να εξελιχθούν αποτελεσματικά.[26] Διαπιστώνονται, λοιπόν, σημαντικές ελλείψεις στην οικονομική οργάνωση κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, που οφείλονται, αφ’ ενός, στο γεγονός ότι   η προσοχή των αγωνιστών είχε επικεντρωθεί στην ανάκτηση της ελευθερίας  και, αφετέρου, στις αδυναμίες της  δημοσιονομικής διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την οποία οι επαναστατημένοι Έλληνες θα μπορούσαν σε κάποιο βαθμό  να συνεχίσουν ή και να εξελίξουν.[27]

Επειδή οι επαναστατικοί αγώνες δεν κερδίζονται μόνο με την αυτοθυσία και τον ενθουσιασμό, αλλά είναι απαραίτητη και η συνδρομή και άλλων παραγόντων, όπως η οργάνωση, η ύπαρξη υλικής υποδομής και η διπλωματία, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να πετύχει η επανάσταση των Ελλήνων ενάντια στους Οθωμανούς,  χωρίς, τουλάχιστον, τον απαραίτητο για αυτούς οπλισμό και πολεμοφόδια. Από την αρχή, πάντως, οι συνθήκες ήταν δυσμενείς, αφού υπήρχαν σοβαρά προβλήματα συγκέντρωσης χρημάτων και εξεύρεσης πόρων.

Η απόκτηση των όπλων από τους Έλληνες ήταν, εκ των πραγμάτων, ευθύς εξ αρχής μία δύσκολη διαδικασία.  Μέρος του εξοπλισμού των επαναστατημένων Ελλήνων  προερχόταν  από τον Οθωμανικό στρατό, αφού όχι ευκαταφρόνητες ποσότητες βρέθηκαν στα χέρια των μαχόμενων Ελλήνων. Σημαντικό μέρος των εφοδίων προέρχονταν  από τα λάφυρα των αγωνιστών, από τις δωρεές των ελληνικών κοινοτήτων στο εξωτερικό, από τους ομογενείς εμπόρους, από τις φιλελληνικές εταιρείες και από  τα κομιτάτα της Ευρώπης, από μεμονωμένες προσωπικότητες του εξωτερικού και του εσωτερικού, υπό μορφή εράνων,  δωρεών ή μικρών δανείων, αλλά και από τις ιερές μονές.

Ο εξοπλισμός των επαναστατημένων Ελλήνων δεν αποτελούσε την μοναδική ανάγκη, καθώς έπρεπε να λυθούν και τα ζητήματα σίτισης και ένδυσης των πολεμιστών, της περίθαλψης των τραυματιών και των προσφύγων, καθώς και της προστασίας των αμάχων. Η αντιμετώπιση των πρώτων πολεμικών αναγκών καλύφθηκε από τις ελάχιστες, τηρουμένων των αναλογιών, προμήθειες που είχαν γίνει. Ο κάθε χωρικός εξοπλιζόταν  με ό,τι εφόδια διέθετε.[28]Τους πολεμιστές έτρεφαν, όπου και όπως αυτό ήταν εφικτό, οι οικογένειές τους. Οι γυναίκες έρχονταν  στα στρατόπεδα και έφερναν τρόφιμα για να σιτιστούν οι άνδρες. Την ίδια προθυμία επέδειξαν και οι τσοπάνηδες (σύμφωνα με μαρτυρία του Κολοκοτρώνη) και άλλοι  που πρόθυμα συνεισέφεραν τα αναγκαία στην καθημερινότητά τους.[29] Η όλη αυτή προσπάθεια απαιτούσε μυστικότητα, γενναιοδωρία και εμπιστοσύνη, πολύ, δε,περισσότερο από όλα απαιτείτο αυτοθυσία και πίστη στην ελευθερία.

Εξωγενείς παράγοντες ενίσχυσης και στήριξης του Αγώνα

Ελληνικές  Παροικίες

Παροικία Τεργέστης

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι άνθρωποι, κυρίως όμως, οι χριστιανοί, μετακινούνται και ταξιδεύουν. Ο πόλεμος, η ξένη κατοχή, η αναζήτηση οικονομικών πόρων, το εμπόριο, τα γράμματα,  τους αναγκάζουν να αλλάζουν τόπους  αναζητώντας  καλύτερες ευκαιρίες διαβίωσης. Η  ανάπτυξη του πάροικου ελληνισμού οφείλεται στις συνθήκες που επικρατούν στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς οι Ευρωπαίοι διεισδύουν, από τις αρχές του 18ου αιώνα, στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την εξεύρεση πρώτων υλών και ημικατεργασμένων βιομηχανικών προϊόντων, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες.[30] Πολλές  από αυτές τις ευκαιρίες βρίσκονται στην κεντρική και δυτική Ευρώπη καθώς και στη Ρωσία. Δημιουργούνται έτσι οι Ελληνικές Παροικίες. Η επιλογή του τόπου δεν είναι τυχαία, αφού συνήθως  επιλέγονται νευραλγικά σημεία, κέντρα του διεθνούς αποικιοκρατικού εμπορίου.[31]Από τον 14ο έως και τον 18ο αι. το εμπόριο διοργανώνεται και μέσω των «εμπορικών παροικιών»[32] σε λιμάνια-σταθμούς, όπως η Αντβέρμπ, το Άμστερνταμ, το Λονδίνο, η Σεβίλλη, η Μασσαλία, το Λιβόρνο, η Αγκώνα, η Βενετία, η Τεργέστη, η Σμύρνη, όπου αναπτύσσονται μεγάλα εμπορικά δίκτυα, με  σκληρό ανταγωνισμό ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη.[33] H Σμύρνη, όπου αναπτύσσονται μεγάλα εμπορικά δίκτυα, με  σκληρό ανταγωνισμό ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη.[34]

Οι Έλληνες της Διασποράς –λόγιοι και έμποροι- ιδρύουν τυπογραφεία, μεταφράζουν βιβλία, εκδίδουν περιοδικά και εφημερίδες. Δεν ξεχνούν όμως τον τόπο τους. Βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τη γενέτειρά τους, την υποστηρίζουν με την προσωπική τους περιουσία, με εράνους και κάθε άλλο μέσο, αλλά και διοχετεύουν σ’ αυτήν νέες ιδέες και τρόπους ζωής. Οι ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό βοήθησαν με τα  κεφάλαιά τους τον Αγώνα, ενώ αργότερα, συνέχισαν να βοηθούν για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας με το φαινόμενο των «ευεργεσιών».[35]

Φιλέλληνες και Φιλελληνικά Κομιτάτα

Ο Άγγλος λόρδος Βύρων, σπουδαίος ποιητής της εποχής, και ο σημαντικότερος από τους Φιλέλληνες της εποχής του.

Ο Φιλελληνισμός είναι μια ιστορική πραγματικότητα που εμφανίζεται σε πολλές χώρες, κυρίως της Ευρώπης και οφείλεται κατά βάση στον θαυμασμό των ξένων προς την αρχαία Ελλάδα και την εμπνεόμενη από αυτήν ελευθερία της σκέψης, στην συμπάθεια προς τους υπόδουλους χριστιανούς,  στους αγώνες και τα κατορθώματα των Ελλήνων μετά την έναρξη της Επανάστασης αλλά και στη συμβολή  των Ελλήνων της διασποράς. Το φαινόμενο του φιλελληνισμού αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα για να φθάσει στο απόγειό του με την έκρηξη της Επανάστασης. Η στροφή του ενδιαφέροντος των ξένων προς τα ελληνικά πράγματα, συμβάδιζε με την σταδιακή αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των νεώτερων Ελλήνων.[36]

Η στάση των ευρωπαϊκών λαών εξέφραζε μια έντονη διαμαρτυρία απέναντι στις συντηρητικές και καταπιεστικές κυβερνήσεις της Ευρώπης. Το φιλελληνικό ενδιαφέρον ενεργοποιήθηκε ζωηρότερα ήδη από τα τέλη Μαΐου 1821, αλλά κατά τη διάρκεια των επτά χρόνων του Αγώνα παρουσίασε διακυμάνσεις στη συγκυρία. Σε πολλές πόλεις της Δυτικής Ευρώπης ιδρύθηκαν φιλελληνικές επιτροπές, τα κομιτάτα, που είχαν για στόχο τους την περίθαλψη των προσφύγων και του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, καθώς και την ενίσχυση των αγωνιζομένων Ελλήνων με χρειώδη και αποστολή χρημάτων, με  περίθαλψη προσφύγων και παιδιά πεσόντων αγωνιστών αλλά και με αποστολή εθελοντών στον επαναστατημένο χώρο. Το κίνημα του Ρομαντισμού με την βοήθεια του κλασικισμού που επικρατεί στην Ευρώπη, ανακαλύπτει και θέλει να κάνει γνωστή την ξεχασμένη μέχρι τότε Ελλάδα.[37] Αρχικός σκοπός των φιλελληνικών επιτροπών που δημιουργούνται στην Ευρώπη, ήταν η περίθαλψη των Ελλήνων προσφύγων, καθώς στα πρώτα τους βήματα τα κομιτάτα προσπάθησαν να προβάλουν τα ανθρωπιστικά τους κίνητρα, ενώ αμέσως ύστερα θα συμπαρασταθούν πολύπλευρα.

Φιλική Εταιρεία

Η Φιλική Εταιρεία αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για την ωρίμανση των επαναστατικών ιδεών στις περιοχές υπό την Οθωμανική αυτοκρατορία.. Η Φιλική Εταιρεία, η Εταιρεία των Φιλικών  (όπως την ονοματοθέτησαν οι ιδρυτές της), ιδρύθηκε την 14 Σεπτεμβρίου του 1814, στην Οδησσό της Ρωσίας, από το Νικ. Σκουφά, τον Αθαν. Τσακάλωφ  και Εμμαν. Ξάνθο.  Το καταστατικό και η  μυστική ιεραρχική της διάρθρωση, διήγειραν την φαντασία του λαού και ανταποκρίνονταν στην επιθυμία του για ελευθερία. Συνέπεια αυτών ήταν η γρήγορη εξάπλωση των ιδεών της Φιλικής  και η δεκτικότητα που επέδειξε ο λαός στην προπαγάνδα των στελεχών της.[38] Ο σκοπός της Φιλικής Εταιρείας είναι προφανής : «Η Εταιρεία συνίσταται από καθαυτό Έλληνας φιλοπάτριδας….. Ο σκοπός των μελών αυτής είναι η καλυτέρευσις του έθνους, και αν ο Θεός το συγχωρέση, η ελευθερία το».[39] Η  οικονομική προσφορά της Φιλικής εταιρείας στον Αγώνα, είναι δύσκολο να αποτυπωθεί καθώς το Αρχείο της υπήρξε ελλιπές και ατελές.[40] Κατά την εισδοχή του στην εταιρεία κάθε νέο μέλος προσέφερε την εισφορά του, η οποία παραδιδόταν στον ταμία της εφορείας για τον οπλισμό και την εξάρτυση των εθελοντών. Εκτός από τον αρχικό πυρήνα της, στην  Φιλική Εταιρεία, προσχώρησαν  και  πλούσιοι Έλληνες.

Από ένα μικρό τμήμα της αλληλογραφίας των Φιλικών που έχει διασωθεί, πληροφορούμαστε τις ενέργειες των εφόρων του Ρένι, του Ισμαήλ και του Κισνοβίου, οι οποίοι με επιμονή και αυτοθυσία δούλεψαν για την περίθαλψη 100 εθελοντών ( Μάϊος του 1821).[41] Η εφορεία του Ισμαήλ ασχολούνταν ενεργά με την αποστολή ενισχύσεων στους εξεγερμένους. Τα έξοδά της από τις αρχές της εξέγερσης του Υψηλάντη  μέχρι 28 Ιουνίου 1821 ήταν 49.451 γρόσια, εκ των οποίων 35.152 γρόσια προέρχονταν από τις εισφορές νέων μυηθέντων, ενώ το υπόλοιπό ποσό γρόσια 14.299 κατέβαλε εξ ιδίων ο Γ.Παπαδόπουλος.

2. Ενδογενείς παράγοντες ενίσχυσης και στήριξης του Αγώνα

α.  Ιερές   Μονές

Το έργο των μονών του ελληνικού χώρου καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας[42]  ήταν ποικιλόμορφο και  δεν περιορίστηκε μόνον στη διατήρηση της πίστης και της ελληνικής γλώσσας αλλά  και στην προετοιμασία και ενίσχυση του Αγώνα. Η προσφορά τους ήταν μεγάλη σε ανθρώπινο δυναμικό, καθώς οι καλόγεροι οπλίστηκαν και συμμετείχαν στον Αγώνα. Ιερές Μονές έγιναν ορμητήρια των Ελλήνων για την απελευθέρωση του Έθνους,[43] εστίες περίθαλψης τραυματιών, προσφύγων και γυναικόπαιδων,  αποθήκες πολεμοφοδίων και προμηθειών, κέντρα συγκέντρωσης ερανικών χρημάτων για την κάλυψη των αναγκών του Αγώνα αλλά και οι ίδιες πάροχοι χρηματικών ποσών ή εκπονούμενων χρυσών και αργυρών σκευών. Οι εκκλησίες και οι μονές υποχρεώθηκαν δια νόμου να προσφέρουν για τον Αγώνα αργυρά και χρυσά σκεύη αξίας 140.000 γροσίων. Εξ αιτίας του ρόλου που διαδραμάτισαν κατά την Ελληνική Επανάσταση, πολλές φορές τα Μοναστήρια έφεραν το όνομα «Κάστρα» ή «Φρούρια».

Πολεμικά  Λάφυρα – Λύτρα – Λείες

Μάχη της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων.

Στα πρώτα χρόνια του Αγώνα, οι Τούρκοι κλείστηκαν στα φρούρια της Τριπολιτσάς, της Μονεμβασιάς, του Ναυπλίου, της Μεθώνης και του Νεόκαστρου, συναποκομίζοντας, όσο και όπου αυτό ήταν δυνατός, ολόκληρη την κινητή περιουσία τους. Στους θησαυρούς τους συγκαταλέγονται πολύτιμα σκεύη και κοσμήματα τα οποία προέρχονταν κυρίως από τα χαρέμια όπως το χαρέμι του Μόρα-Βαλεσή,του Χουρσίτ κ.α.[44] Τα λ ά φ υ ρ α από την άλωση της Τριπολιτσάς όπλισαν χιλιάδες χωρικούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν αυτοσχέδιο οπλισμό.[45]Η κύρια  πηγή  εσόδων κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης ήταν τα λ ά φ υ ρ α των εκπορθούμενων φρουρίων, καθώς και λ ε ί ε ς  που προέκυπταν από μάχες και ναυτικές συμπλοκές  με τους Τούρκους.

Λείες[46]    και λάφυρα οι Έλληνες μπορούσαν να συγκεντρώσουν όχι μόνον στην ξηρά αλλά και στη θάλασσα.[47]  Τα λάφυρα και οι λείες, είχε αποφασισθεί να διαμοιράζονται σύμφωνα με το εθιμικό αξίωμα, έτσι ώστε να ικανοποιούνται όλες οι πλευρές: το 1/3 το Δημόσιο Ταμείο, το 1/3 οι μαχόμενοι πολιορκητές και το 1/3 τα πλοία που βοηθούσαν στην πολιορκία.      Τα λάφυρα και οι λείες όμως υπήρξαν υπολογίσιμη πηγή του Αγώνα μόνον κατά το πρώτο καιρό, αφού αργότερα άρχισαν να παρουσιάζονται φαινόμενα αρπαγής και κατάχρησης των λαφύρων,  ιδιαίτερα με την έναρξη των εμφυλίων συγκρούσεων. Από τα λάφυρα που συγκεντρώθηκαν από τις πολιορκίες των φρουρίων, η αξία των οποίων υπερέβη το ποσό των 50.000.000 γρ., στο Δημόσιο Ταμείο δεν αποδόθηκε ουσιαστικά   κανένα ποσό. Το δημόσιο όφελος ήταν α) δέκα χιλιάδες ντουφέκια με τα οποία εξοπλίστηκαν   οι αγωνιστές και β) το ποσό των 80.000 γρ. που έδωσε στην ελληνική κυβέρνηση ο Χουρσίτ Πασάς για την εξαγορά του χαρεμιού του.[48] Γενικότερα, η διαχείριση των λαφύρων του πολέμου από την αρχή της Επανάστασης ήταν δύσκολη, οι καταχρήσεις ήταν σοβαρές και το πρόβλημα των εσόδων από τις λείες  περίπλοκο και ακανθώδες.

Ναυτιλία, Πειρατεία, Νησιά

Η οικονομία στην Ελλάδα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας από 1453-1750 χαρακτηρίζεται ως Οικιακή Οικονομία, ενώ από το 1750 και το 1821 ξεκινά ουσιαστικά  η εμπορευματική οικονομία.[49]Αυτή την περίοδο παρατηρείται μία τάση τοποθέτησης κεφαλαίων στη ναυτιλία και κυρίως στην ναυπήγηση πλοίων. Εμπορικά πλοία τα οποία εξοπλίζονται για τον κίνδυνο της πειρατείας θα βρεθούν ετοιμοπόλεμα στο ξεκίνημα της Επανάστασης.[50]

Τον 18ο αι  πολιτική κάθε ναυτικής δύναμης ήταν η καταστροφή του εμπορικού ναυτικού των αντιπάλων. Στη βάση αυτής της πολιτικής αναπτύχθηκε μια πολεμική στις θαλάσσιες περιοχές η οποία δυσκόλευε την αστυνόμευση των θαλασσών και ενθάρρυνε την πειρατεία. Πολλές φορές η πειρατεία ετίθετο στην υπηρεσία μιας εμπόλεμης δύναμης, καρπούμενης το σύνολο της αξίας της λείας.[51]Οι Έλληνες πειρατές δρούσαν κάτω από διαφορετικές σημαίες, κυρίως την Αγγλική στον Επταετή πόλεμο και την Ρωσική κατά την διάρκεια των δύο Ρωσοτουρκικών πολέμων. Η ελληνική πειρατεία λειτουργούσε παράλληλα με το εμπόριο και στην περίοδο του σχηματισμού της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας αποτελούσαν  παράλληλες ή αλληλοεξαρτώμενες επιχειρήσεις. Η πειρατεία λειτούργησε διπολικά για την ελληνική υπόθεση, καθώς, από την μία πλευρά, αποδυνάμωνε τις εχθρικές δυνάμεις και, από την άλλη πλευρά, συσσώρευε πλούτο  μέσα από τις λείες, με τον οποίο συμμετείχε στο σχηματισμό κεφαλαίου.[52]Η λαφυραγώγηση εχθρικών δυνάμεων υπήρξε επωφελής για την ελληνική υπόθεση, στο μέτρο που τα λάφυρα δόθηκαν στον Αγώνα, είτε υπό μορφή ενίσχυσης του εθνικού ταμείου, είτε με τον εξοπλισμό των επαναστατών. Πέρα όμως από την χρήση που είχαν τα λάφυρα , αυτή καθ’ εαυτή η δολιοφθορά του εχθρού, έχει καταστροφικές συνέπειες για αυτόν.

Το εμπορικό ναυτικό μετατράπηκε σε επαναστατική ναυτική δύναμη. Κυρίαρχη θέση στην δύναμη της ναυτιλίας κατέχουν τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, ενώ ακολουθούν και πολλά άλλα νησιά. Ο Αδαμάντιος Κοραής, σε υπόμνημα του το 1803[53] υπολόγιζε την ναυτική δύναμη της Ύδρας σε 120 πλοία με 2.900 κανόνια, των Σπετσών σε 60 πλοία με 900 κανόνια, των Ψαρών σε 60  πλοία με 132 κανόνια. Ο Σπ. Τρικούπης την ναυτική δύναμη Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, την υπολογίζει σε 92, 44 και 40 πλοία, αντίστοιχα. Ο Ραγκαβής αναφέρει  συνολικά 120 Υδραίικα πλοία από τα οποία πολλά μεταβλήθηκαν το 1821 σε πυρπολικά. Ο Ορλάνδος τα πολεμικά πλοία κατά την έναρξη της Επανάστασης τα αριθμεί, για την Ύδρα 58 και για τις Σπέτσες σε 27 βρικογολέττες, γολέττες, μύστικες και τράτες. Ο Αντ. Λιγνός κατά την έναρξη της Επανάστασης καταγράφει για την Ύδρα 124 πλοία πάνω από τους 30 τόνους.[54]

Η πρώτη σοβαρή λεία του πολέμου σύμφωνα με την περιγραφή του αντιναυάρχου

Τομπάζη στο ημερολόγιό του στις 8/21 Απριλίου 1821, έφθασε τα 6  (έξη) εκατομμύρια γρόσια, ποσό που εξασφάλιζε οικονομική άνεση στην Επανάσταση για έξη μήνες. Το ποσό αυτό ήταν ίσο με το εσωτερικό δάνειο και κατώτερο της αξίας των λαφύρων της Τριπολιτσάς.[55]

Συμπεράσματα

Η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας. Οι οικονομικοί παράγοντες που εξελίχθηκαν στο χώρο του υπόδουλου ελληνισμού σχετίζονται με τον αγροτικό τομέα, το εμπόριο, τη ναυτιλία και τη συστηματοποίηση της βιοτεχνικής εργασίας, είχαν, δε, άμεσο αντίκτυπο στην κοινωνική του οργάνωση σε διάφορες εκφάνσεις του βίου του. Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής με τη χρησιμοποίηση αποδοτικότερων ποικιλιών και την εκμετάλλευση ακαλλιέργητων χώρων είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη του καθεστώτος της μεγάλης γαιοκτησίας, γεγονός που δημιούργησε κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις. Στον τομέα του εμπορίου, στα  τελευταία χρόνια πριν από την Επανάσταση η κακή λειτουργία του οθωμανικού κράτους, προκάλεσε την αντίδραση των Ελλήνων που εκδηλώθηκε με την στροφή τους στην Ευρώπη, προκειμένου να αναζητηθούν οικονομικοί πόροι επιβίωσης και ελπίδες απελευθέρωσης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, όπως η συχνή παρουσία ευρωπαίων εμπόρων στον ελλαδικό χώρο, η ανάπτυξη καπιταλιστικών αγορών, η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, οι Ρωσοτουρκικοί και Ναπολεόντειοι πόλεμοι οδήγησαν στην ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου. Οι Έλληνες συνήψαν σχέσεις με τη Δυτική Ευρώπη και ίδρυσαν  εμπορικούς οίκους.

Ειδικότερα, η ανάπτυξη της ναυτιλίας κατά τα τέλη του 18ου αι. και στις αρχές του 19ου αι. οφειλόταν στην εμπορευματοποίηση της παραγωγής, στη συσσώρευση εμπορικού κεφαλαίου, στη ναυτική παράδοση αλλά και στη φυσική διαμόρφωση της χώρας. Τα προνόμια της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) έδωσαν, επιπλέον, ώθηση στην ελληνική ναυτιλία που αποτέλεσε  βασική δραστηριότητα πριν από την Επανάσταση με τις  αντίστοιχες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Προκάλεσε, επί τούτοις, οιονεί την «δημιουργία» του πρώτου ελληνικού στόλου, ετοιμοπόλεμου κατά την έναρξη της Επανάστασης. Μεγάλη ακμή γνώρισε, εν προκειμένω, η θαλάσσια βιομηχανία αλλά και η βιομηχανία  σαπουνιού, νημάτων, μεταξιού, η βυρσοδεψία και η ταπητουργία. Η απουσία μεγάλων κεφαλαίων αντιμετωπίστηκε με εμπορικές συντεχνίες και συντροφιές, οι οποίες αποτέλεσαν συνεργασίας κεφαλαίου και εργασίας.

Πέρα όμως από τους παράγοντες που διαμορφώθηκαν στο χώρο του υπόδουλου ελληνισμού, σημαντικοί παράγοντες διαμορφώθηκαν και στη Δύση, οι οποίοι συνετέλεσαν και στην ανάπτυξη ενός κύματος φιλελληνισμού στους ευρωπαϊκούς λαούς. Το κίνημα του Ρομαντισμού και η επιστροφή στις ιδέες και τα πρότυπα της κλασικής αρχαιότητας θύμιζαν στους λαούς της Δύσης το αρχαιοελληνικό ένδοξο παρελθόν. Ταυτόχρονα οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης  διαμόρφωσαν την κοινή γνώμη για ανεξαρτησία και επαναστατικές δράσεις. Στην ανάπτυξη του φιλελληνισμού βοήθησαν οι Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί σε ευρωπαϊκές χώρες και είχαν ιδρύσει παροικίες και μυστικές εταιρείες ενταγμένες σε ένα κοινό σκοπό, την απελευθέρωση του έθνους. Οι Έλληνες του εξωτερικού ανέπτυξαν μεγάλη οικονομική δραστηριότητα και συνεισέφεραν ποικιλοτρόπως. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. οι Έλληνες διέθεταν έμπειρα στελέχη για πόλεμο στην στεριά και στη θάλασσα, κατείχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία και σε άλλες χώρες και είχαν προοδεύσει σημαντικά στους τομείς της οικονομίας και των γραμμάτων.

Δημιουργήθηκαν, λοιπόν, εστίες μέσα και έξω από τον υπόδουλο ελληνικό χώρο, εστίες που απετέλεσαν ορισμένως πηγές οικονομικής στήριξης της προετοιμασίας και της διεξαγωγής της Ελληνικής Επανάστασης. Πρόκειται για οικονομικές πηγές σημασίας για ένα Έθνος, το οποίο δεν διέθετε ούτε κρατική υπόσταση, άρα ούτε εθνική οικονομία, και το οποίο, με πενιχρούς έως ελάσσονες- συγκριτικά με τις ανάγκες- οικονομικούς πόρους ξεκίνησε έναν άνισο, αλλ’ επιτυχή, Αγώνα απέναντι στην οθωμανική αυτοκρατορία. Η Επανάσταση του 1821 εξελίχθηκε μέσα σε ένα κλίμα πολιτικών αντιθέσεων και της προσπάθειας «εξουσιαστικών» κοινωνικών ομάδων να διαφυλάξουν τα κεκτημένα τους κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Το οικονομικό πρόβλημα του Αγώνα έγκειτο στο αν το εθνικό εισόδημα τις παραμονές της Επανάστασης μπορούσε, όπως είχαν τα πράγματα, να αποδώσει τους οικονομικούς πόρους για την συντήρηση του πολέμου. Η ερανική και η όποια δανειακή πολιτική συμπλήρωνε (εν μέρει αλλά και στο βαθμό και στο ποιόν που το έπραττε) τα ελλείμματα των δημοσιονομικών. Ωστόσο, η κακή διαχείριση και η ανυπαρξία κεντρικής διοίκησης τουλάχιστον στην έναρξη της Επανάστασης αλλά και οι εμφύλιες διενέξεις στη συνέχεια, υπήρξαν οι αιτίες της μικρής απόδοσης των όποιων αναγκαστικών δημεύσεων και εκούσιων εισφορών. Η συγκέντρωση οικονομικών πόρων για την κάλυψη των αναγκών του Αγώνα πέρασε από πολλές φάσεις οι οποίες είναι δυνατόν να διακριθούν χρονικά και τοπικά. Χρονικά διατάσσονται σε δύο περιόδους, την πρώτη περίοδο που έχει να κάνει με την εθελοντική και αυθόρμητη συγκέντρωση των οικονομικών πόρων και  την δεύτερη περίοδο, εκείνη που αναφέρεται στην συγκρότηση του δυνάμει ελληνικού κράτους από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της  Επιδαύρου και την ψήφιση του πρώτου Συντάγματος (1822) του Αγώνα. Τοπικά επιμερίζεται στον εκτός και τον εντός  επαναστατημένο χώρο.

Έξω από τον επαναστατημένο χώρο, δημιουργήθηκαν εστίες βοήθειας και υποστήριξης του ελληνικού ζητήματος. Οι εστίες αυτές ήταν διαφορετικές μεταξύ τους, είχαν δημιουργηθεί από ετερόκλητα μέλη, με διαφορετική οικονομική και κοινωνική θέση καθώς και εκπαιδευτικό status, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις διαφορετική εθνική και πολιτισμική ταυτότητα. Σε όποιες εστίες τα μέλη ήταν Έλληνες, τους ένωνε το κοινό όραμα για την ελευθερία του Γένους ενώ σε όσες εστίες τα μέλη ήσαν πολίτες άλλων εθνών, αλλ’ όντως Φιλέλληνες, σημείο αναφοράς και σύγκλισης ήταν η ιστορία και ο αρχαίος ελληνικός  πολιτισμός.

Στις ελληνικές παροικίες είχαν κατά κανόνα συγκεντρωθεί άτομα τα οποία διέθεταν παιδεία και οικονομική ισχύ. Έτσι έγιναν οι πρεσβευτές του ελληνικού ζητήματος, η φωνή, κατά κάποιο τρόπο και υπό μίαν έννοια, του ελληνισμού στην Δύση. Ενίσχυσαν τον Αγώνα με την συγκέντρωση μεγάλων ποσών από εράνους, προσωπικές εισφορές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, με την περίθαλψη τραυματιών πολέμου και άμαχου πληθυσμού ενώ, παράλληλα, εφοδίαζαν τον επαναστατημένο χώρο με πολεμοφόδια και άλλες αναγκαίες, για τη διεξαγωγή του πολέμου, προμήθειες. Στα Φιλελληνικά Κομιτάτα συναντήσαμε ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, οι οποίοι, εκτός από οικονομική δύναμη, διέθεταν και μία ιδεολογία σχετική με την έννοια της ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και οι οποίοι προσέφεραν όχι μόνον χρήματα και υλικά στον Αγώνα αλλά ενίοτε και την ίδια τους τη ζωή. Παράλληλα βοήθησαν και προετοίμασαν εκστρατευτικά σώματα και μερίμνησαν για τους πρόσφυγες. Σε πολλά, όμως, φιλελληνικά κομιτάτα, η παρουσία της κυβερνητικής πολιτικής της κάθε χώρας είχε την επίσημη ή υποδόρια «εκπροσώπησή» της, προσβλέποντας έτσι σε μία εξωτερική πολιτική που θα εξυπηρετούσε τα ίδια συμφέροντα για την μετά την απελευθέρωση κατάσταση στον ελληνικό χώρο. Παράλληλα δημιουργούσε πυρήνες μέσα στον επαναστατικό σώμα για την επιτυχία των στόχων της.

Η παρουσία της Φιλικής Εταιρείας ήταν καθοριστική για την έναρξη της Επανάστασης και η προσφορά της στην οικονομική της στήριξη υπήρξε σημαντική στην έναρξή της. Τα μέλη της απλώθηκαν παντού και οργάνωσαν σε κάθε μέρος εστίες συγκέντρωσης χρημάτων και εφοδίων για την Επανάσταση, αφού πρώτα είχαν αυτοσυνεισφέρει οικονομικά, κατά την εγγραφή τους στην Εταιρεία.  Η διαχείριση όμως των οικονομικών του Αγώνα και κατ’ επέκταση των οικονομικών του επαναστατημένου και επαναστατικά ελεύθερου ελληνικού κράτους, υπήρξε σημείο  συνάντησης και τριβής  πολλών συμφερόντων ντόπιων και ξένων, με αποτέλεσμα τον ουσιαστικό αποκλεισμό της Φιλικής Εταιρείας από την διοίκηση, μετά την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Έτσι λοιπόν οι πρωτεργάτες της Επανάστασης, βρέθηκαν εκτός της κεντρικής διοίκησης και κατά συνέπεια έξω από τον έλεγχο των οικονομικών. Άλλωστε, οι οικονομικοί πόροι που είχαν συγκεντρώσει, δαπανήθηκαν το πρώτο έτος της Ελληνικής Επανάστασης.

Οι δυνάμεις που δραστηριοποιήθηκαν στον επαναστατημένο χώρο αντιμετώπισαν ένα τελείως διαφορετικό κλίμα και πολύ μεγάλες δυσκολίες, καθώς έπρεπε να κινηθούν αθόρυβα, μυστικά και κάτω από την πίεση και τον κίνδυνο της οθωμανικής εξουσίας. Ο ίδιος ο λαός συμμετείχε με όσες δυνάμεις διέθετε σε τρόφιμα και προμήθειες. Οι ιερές Μονές έγιναν εστίες προστασίας και περίθαλψης των μαχόμενων αλλά και των οικογενειών τους. Έδωσαν  τα «πολύτιμα», αργυρά και χρυσά που διέθεταν για τον Αγώνα. Η προσφορά των ιερών Μονών η οποία υπήρξε πολύ μεγάλη, και θα πρέπει ίσως να αντισταθμίσει τον όποιο δισταγμό επέδειξε το Πατριαρχείο και η Εκκλησία κατά την έναρξη του Αγώνα.

Οι πρώτες νίκες των Ελλήνων επαναστατών και η εκπόρθηση Τούρκικων Φρουρίων απέφεραν άφθονα λάφυρα. Τα πολεμικά λάφυρα και οι λείες έγιναν θεωρητικά από τα κύρια στοιχεία  εξεύρεσης  οικονομικών πόρων, από το πρώτο έτος της Επανάστασης, με σκοπό την ενίσχυση του εθνικού ταμείου. Τα χρήματα όμως που συγκεντρώνονταν δεν αποδίδονταν πάντα στο Εθνικό ταμείο, καθώς αρκετοί οπλαρχηγοί (κατα)κρατούσαν μέρος των λαφύρων για την ενίσχυση της ομάδας τους. Οι επαναστατημένοι Έλληνες είχαν διαχωριστεί σε ομάδες, και είχαν αναλωθεί σε εμφύλιες διαμάχες για την απόκτηση της εξουσίας και κατ’ επέκταση την προώθηση των προσωπικών τους συμφερόντων.

Η συγκέντρωση οικονομικών πόρων μπορεί να ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, αξιοσημείωτη και να οφειλόταν  στην αγάπη όλων των συμμετασχόντων για την ελευθερία και την ανεξαρτησία, δεν ήταν όμως ούτε αρκετή ούτε καθοριστική, ώστε να μπορέσει να διαφυλάξει την Επανάσταση από την κακοδιαχείριση, την λαφυραγωγία και την κατασπατάληση. Η αυθόρμητη συνεισφορά από ιδιώτες και οργανώσεις δεν ήταν δυνατόν να τελεσφορήσει  με μία ανοργάνωτη και πρόχειρη διαχείριση. Οι οικονομικές απώλειες ήσαν μεγάλες και κινδύνευε η πορεία του Αγώνα.

Αργότερα, οικονομική εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τις ξένες Δυνάμεις, μέσω της σύναψης των κατασπαταληθέντων εξωτερικών δανείων, όχι μόνον δεν έλυσε τα οικονομικά προβλήματα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά οδήγησε σε δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που επιβάρυναν την νέα, στην Ευρώπη, κρατική οντότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] Isaac Puente., περιοδικό « Estudios », ν. 121, Σεπτέμβριος του 1933.

   http;//anarkismo.wsm..ie/idex.php

[2] E.M.Burns., Ευρωπαϊκή Ιστορία, ο Δυτικός Πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι. Εκδ. Επίκεντρο, σ. 463-465

[3] Γ.Κατσούλη-Μ.Νικολινάκου-Β.Φίλια., Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας από το 1453   μέχρι το 1830. τ. Α΄εκδ. Παπαζήση, σ. 28

[4] Α.Ε.Βακαλόπουλος., Η Ελληνική Κοινωνία… ό.π.σ. 98

[5] Ό.π…,,σ. 4 

[7] Γ.Κατσούλη-Μ.Νικολινάκου-Β.Φίλια., Οικονομική Ιστορίαο…ό.π.,σσ. 31-32

[8] Ό.π. ,σ. 68-69

[9] Στους Νόμιμους φόρους υπάγονται ο Κεφαλικός φόρος (χαράτσι), η Δεκάτη –  φόροι πάνω στην παραγωγή (γεωργική και κτηνοτροφική), Οι φόροι μεταβιβάσεως ακινήτων και δωρεών και οι Τελωνειακοί δασμοί.

[10] Γ.Κατσούλη-Μ.Νικολινάκου-Β.Φίλια., Οικονομική…ό.π.,σσ  97-98

[11] Ό.π., σ.  122

[12] Ν. Κασομούλης., Ενθυμήματα Στρατιωτικά, τ. Ι-ΙΙ. Αθήνα 1973

[13] Γ.Κατσούλη-Μ.Νικολινάκου-Β.Φίλια., Οικονομική Ιστορία…ό.π,.σ. 9

[14] E.M.Burns., ΕυρωπαΙκή Ιστορία…ό.π.,σσ. 561-562

[15] Με φιρμάνι του Μουσταφά Γ΄το 1773 καθορίζεται ακριβώς ο ρόλος, το πλαίσιο δράσης, οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των συντεχνιών αλλά και του κράτους απέναντι σε αυτές.[ Μ.Ευθυμίου., Οι Συντεχνίες, «Η κρατική Οργάνωση τεχνών και Επαγγελμάτων», Ιστορία του ΝέουΕλληνισμού, 1770-2000, Αθήνα, σ. 327]

[16] Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη., «Συντεχνίες : μια μορφή οργάνωσης των παραδοσιακών τεχνιτών – Επαγγελματική συνοχή και κονωνική αλληλεγγύη», Α.Ι.Γουήλ-Μπαδιεριτάκη κ.α. Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ : Οι Νεότεροι Χρόνοι Β΄, Παραδοσιακή Τέχνη και Τεχνολογία,  ΕΑΠ, Πάτρα 2002., σ. 96

[17] Σπ. Ασδραχάς., Οι Συντεχνίες στην Τουρκοκρατία : Οι Οικονομικές Λειτουργίες., στο Κ.Γκότσης-Ε.Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ) Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα  (19ος-20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 151

[18] Α.Ε.Βακαλόπουλος., Νέα Ελληλνική Ιστορία-4, Η Αναγέννηση του Ελληνικού Γένους. Πορεία προς  την Ελευθερία (1669-1812).  Οικονομική και πνευματική άνοδος των Ελλήνων. Απελευθερωτικά κινήματα –  Εθνική εγρήγορση. Εκδ.οι. Αντ. Σταμούλη 2000, σ. 739

 

[19] Β. Κρεμμυδάς., Εισαγωγή στην Ιστορία…ό.π.,σ. 234

[20] Γ.Λεονταρίτης., Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία (1453-1850). Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων 1996.

     Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας 1. Αθήνα 1981, σ. 1.

    Γ.Β.Δερτιλής, Ιστορία του Ελλληνικού…ό.π.,σ.196

[21] Γ.Ν.Μοσχόπουλος., Ιστορία του Νέου Ελληνικού…ό.π.,σ. 27

[22] Σπ. Ι.Ασδραχάς με την συνεργασία των Ν.Καραπιδάκη,…ό.π.,σ. 481

[23] Λ.Θ.Χουμανίδης.,Οικονομική Ιστορία της Ελλάδος, … ό.π.,σ. 108

[24] Γ.Λεονταρίτης., Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία …,σ. 59

[25]  Ό.π., σ.62

[26] Κ.Π.Μανωλόπουλου., Αντιμετώπισις Πολεμικών Δαπανών κατά την Εθνεγερσίαν του 1821. (Βραβείον Πανελληνίου Διαγωνισμού). Αθήναι 1973,  σ.29.

[27]  Τ.Α.Σταματόπουλου., Ο Εσωτερικός Αγώνας. Πριν και κατά την Επανάσταση του 1821.

     τ. 4, Κάλβος, Αθήνα 1972, σ.100.

[28] Κ.Π.Μανωλόπουλου., Αντιμετώπισις Πολεμικών….ο.π.,σ.σ.. 22-23.

[29] Τ.Α.Σταματόπουλου., Ο Εσωτερικός….ο.π., σ. 99.

[30] Γ. Κατσουλη, κ.α. Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Από το  1453 μέχρι το 1830. τ. Α΄Εκδ. Παπαζήση, σ. 7.

[31] Γ. Κατσουλη, κ.α. Οικονομική Ιστορία………..ο.π., σ. 73.

 [32]Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου., Ο Ελληνισμός της Δύσεως. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους., Ο Ελληνισμόςυπό ξένη κυριαρχία (περίδος 1453-1669)  Τουρκοκρατία- Λατινοκρατία, Εκδοτική Αθηνών,   Αθήνα 1974, τομ,. Ι, σ. 231.

 Ν.Καρατζάς., « Οι ευρωπαϊκές προϋποθέσεις του Ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας»

www.messapianews.gr/eideseis/messapia/nikolaos-Karatzas-oi.

[33] Σπ.Ι.Ασδραχάς με την συνεργασία των Ν.Ε.Καραπιδάκη κ.α., Ελληνική Οικονομική Ιστορία. ΙΕ΄-ΙΘ΄Αιώνας. τ. 1ος, Π.Ι.Ο.Π. Αθήνα 2003, σ. 238.

[34] Σπ.Ι.Ασδραχάς με την συνεργασία των Ν.Ε.Καραπιδάκη κ.α., Ελληνική Οικονομική Ιστορία. ΙΕ΄-ΙΘ΄Αιώνας. τ. 1ος, Π.Ι.Ο.Π. Αθήνα 2003, σ. 238.

[35] Β.Αγτζίδης., Η δύναμη του ελληνισμού. www.hri.org//forum/diaspora/diaspora.html

[36] Ν.Καρατζάς., « Οι ευρωπαϊκές προϋποθέσεις του Ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας»

     www.messapianews.gr/eideseis/messapia/nikolaos-Karatzas-oi.

[37] Α.Ε.Βακαλόπουλου, Νέα Ελληνική Ιστορία-4. Η Αναγέννηση του Ελληνικού Γένους. Πορεία προς την Ελευθερία (1669-1821). Οικονομική και πνευματική άνοδος των Ελλήνων. Απελευθερωτικά κινήματα – Εθνική εγρήγορση. Εκδ. οίκος Σταμούλης Αντώνιος, 2000, σ.680.

[38] Α.Βακαλόπουλου,  Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829) τ. Ε΄ Οι προΫποθέσεις και οι βάσεις της (1813-1822), σ. 63.

     Ι.Φιλήμων. Δοκίμιον Ιστορικό περί της Φιλικής Εταιρίας. Πελεκάνος, Αθήνα 2011, σ.118.

[39] Α.Βακαλόπουλου, Επίλεκτες βασικές πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως (1813-1825).

[40] Λ.Θ.Χουμανίδης.,Οικονομική Ιστορία της Ελλάδος, τ. 2ος, Από της Τουρκοκρατίας μέχρι του έτους  1935.Εκδ. Παπαζήση, Αθήναι 1990.  σ. 46.

[41] Α.Λ.Γκριγκόρι., Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία………………………………………ο.π.  σ. 441.

[42] Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης  μαρτυρεί την προσφορά των Ιερών Μονών κατά την Ελληνική επανάσταση με τα λόγια του: «Αυτά τα μοναστήρια  ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας. Ότι εκει ήταν οι τσεμπιχανέδες μας όλα τα αναγκαία του πολέμου, ότ  ήταν παράμερον και μυστήριο από τους Τούρκους. Και θυσίασαν οι καημένοι οι καλόγεροι, και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι είς τον αγώνα ».

[43] Γκιτάκος Χ.Μ., Η Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνος, «Εξ απόψεως Ιστορικής Αρχαιολογικής και Αγιογραφικής», Εκδ. Ιερά Μητρόπολις Μεγάρων και Σαλαμίνος, Αθήνα 2001, σ. 58.

[44]  Γ.Κατσούλη κ.ά. Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Από το 1453 μέχρι το 1830. τ. Α΄, εκδ. Παπαζήση, σ. 164.

[45] Απ.Ε.Βακαλόπουλου, Επίλεκτες Βασικές Ιστορικές Πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως (1813-1825),τ.Α΄, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 354.

[46] Γ.Κατσούλη κ.ά. Οικονομική….ο.π., σ. 301.

[47] Πολλά καράβια και ιδιαίτερα Ευρωπαϊκά είχαν ναυλωθεί για να μεταφέρουν πολεμοφόδια, τροφές και ξυλεία για τις ανάγκες των στρατοπέδων  του Κιουταχή (1822) και του Ιμπραήμ (1825-1826). Οι Έλληνες επιτίθεντο σε αυτά τα καράβια και τα εφόδια που μετέφεραν, τα έπαιρναν ως λείες Πολέμου.

[48] Απ.Ε.Βακαλόπουλου, Επίλεκτες Βασικές….ο.π., σ. 167.

[49] Λ.Θ.Χουμανίδη., Οικονομική Ιστορία της Ελλάδος. τ. Β΄ Από της Τουρκοκρατίας μέχρι του έτους 1935. εκδ. Παπαζήση, Αθήναι 1990, σ. 107.

[50] Γ. Λεονταρίτης., Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία (1453-1850). Ε.Μ.Ν.Ε. – ΜΝΗΜΩΝ 1996,

      Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας 1. Γ΄έκδοση, Αθήνα 1921, σ. 1.     

[51] Γ. Λεονταρίτης., Ελληνική….ο.π., σ.36.

     Γ. Κατσούλα κ.ά, Οικονομική ιστορία….ο.π., σ. 132.

[52] Όπως αναφέρει ο Tr. Stoianovich, « γενική προϋπόθεση για την ταχεία συσσώρευση πλούτου ή το γρήγορο σχηματισμό κεφαλαίου είναι η αρχική ετοιμότητα να χρησιμοποιηθούν μη οικονομικά μέσα και η επακόλουθη προθυμία να χρησιμοποιηθεί κάθε οικονομικό μέσο για την επίτευξη των ιδίων στόχων. Ο τρόπος σχηματισμού του ελληνο-αλβανικού και του δουλτσινιωτικού εμπορικού ναυτικού  τον 18ο αι. υποδηλώνουν το βάσιμο αυτής της θέσεως». ο.π., σ. 36.

[53] Το υπόμνημα απευθύνεται στον «Σύλλογο των παρατηρητών των ανθρώπων» στο Παρίσι.  Λ.Θ.Χουμανίδη., Οικονομική ….ο.π., σ.108.

[54] Ό.π., σ.σ. 108-109. Απ.Ε.Βακαλόπουλου, Επίλεκτες Βασικές Ιστορικές Πηγές της Ελληνικής Επαναστάσεως (1813-1825)  τ. Α΄, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2000, σ186.

[55] Γ. Κατσούλα κ.ά, Οικονομική ιστορία….ο.π., σ. 162.