H στρατιωτική εμπλοκή της Γαλλίας κατά την επανάσταση του 1821

Κατηγορίες: Άρθρα

Ιωάννης Παπαφλωράτος-Νομικός,Διεθνολόγος,Διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας ΕΚΠΑ

Η Γαλλία ήταν η τρίτη εκ των Μεγάλων Δυνάμεων, η οποία ασχολήθηκε ενεργώς με το «ελληνικό ζήτημα». Αυτό είχε πλέον τεθεί εκ των πραγμάτων (de facto) μετά την εκδήλωση της Επαναστάσεως του 1821 και την μακροχρόνια αδυναμία της Υψηλής Πύλης[1] να την καταστείλει. Το Παρίσι διατηρούσε μακραίωνα συμφέροντα στην Εγγύς Ανατολή, τα οποία είχε κατοχυρώσει με τις διομολογήσεις, προ αιώνων.[2] Επίσης, επεδίωκε να παίζει τον ρόλο του προστάτη του Καθολικισμού στους Αγ. Τόπους. Μολαταύτα, ουδέποτε ασπάστηκε το βρεταννικής εμπνεύσεως δόγμα περί της ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται και από το σχέδιο του 1786 για την στρατιωτική κατάληψη της Πελοποννήσου και την ίδρυση μίας γαλλικής αποικίας, η οποία θα τελούσε υπό κοινή διοίκηση Γάλλων και Ελλήνων.[3]       

Αρχικώς, η Ελληνική Επανάσταση δεν προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στην Γαλλία. Μόνον μετά την πάροδο δύο ετών από την έκρηξή της, η γαλλική κυβέρνηση αντελήφθη τις προοπτικές, οι οποίες διανοίγονταν στην περιοχή από ενδεχόμενη κατίσχυση των επαναστατημένων Ελλήνων. Η διπλωματική ήττα την οποία είχε υποστεί το Παρίσι (από το Λονδίνο) στο θέμα των ισπανικών αποικιών στην Λατ. Αμερική και η δραστηριοποίηση ορισμένων ατόμων όπως ο δούκας της Ορλεάνης ώθησαν την γαλλική κυβέρνηση να μεταβάλλει (αργά και προσεκτικά) πολιτική έναντι των Ελλήνων. Οι πρώτες κινήσεις είχαν ανεπίσημο χαρακτήρα και περιορίζονταν σε έναν στενό κύκλο αξιωματικών, όπως ο Σαρλ – Νικολά Φαβιέρ (Charles – Nicolas Fabvier).

Την ιδία περίοδο, όμως, άρχισε και η αφύπνιση της γαλλικής κοινής γνώμης εξαιτίας της σκληρής αντιμετωπίσεως των Ελλήνων από τους Τούρκους σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. στην καταστροφή της Χίου και των Ψαρρών. Τον Φεβρουάριο του 1825, ιδρύθηκε το πρώτο φιλελληνικό κομιτάτο στο Παρίσι υπό την επωνυμία «Société Philanthropiques en faveur des Grecs». Οι πρωτεργάτες του έσπευσαν να αναγγείλουν την αποστολή στους επαναστάτες δασκάλων, βιβλίων και γεωργικών εργαλείων. Σημειωτέον ότι είχε προηγηθεί η ίδρυση των φιλελληνικών επιτροπών στην Ελβετία και στον γερμανικό χώρο.

Τα σημαντικότερα κομιτάτα στην γαλλόφωνη Ευρώπη ήταν αυτά των Παρισίων και της Γενεύης, το οποίο συνεστήθη με πρωτοβουλία του φίλου και γείτονα του Καποδίστρια[4] Ζαν – Γκαμπριέλ Εϋνάρ (Jean – Gabriel Eynard),[5] τον Φεβρουάριο του 1822. Σύντομα, ο τελευταίος αναγνωρίστηκε ως επίσημος εκπρόσωπος του ελβετικού φιλελληνισμού,[6] γεγονός το οποίο διευκόλυνε τους σχεδιασμούς του, καθώς είχε πολύ στενές σχέσεις με τους οικονομικούς κύκλους της γαλλικής πρωτευούσης[7]. Άλλωστε, ο ίδιος ήταν γαλλικής καταγωγής (εκ πατρός) και είχε γεννηθεί στην Λυών. Το 1826, είχε καταστεί πλέον (κατά τον Βακαλόπουλο) «ο προστάτης – άγγελος των Ελλήνων».[8]

Τα δύο κομιτάτα (Παρισίων και Γενεύης) συντόνισαν τις ενέργειές τους υπό την έμμεση καθοδήγηση διαφόρων γαλλικών κύκλων. Απώτερος σκοπός τους ήταν η εκλογή του ανήλικου Λουδοβίκου – Καρόλου – Φιλίππου δούκα του Νεμούρ ή Ναμύρ (υιού του Λουδοβίκου – Φιλίππου της Ορλεάνης, μετέπειτα Βασιλέως της Γαλλίας) στον ελληνικό θρόνο και η αποστολή Γάλλων αξιωματικών, καθώς και μισθοφορικών στρατευμάτων στην περιοχή. Τέλος, το Παρίσι θα επεδίωκε την οικονομική πρόσδεση των επαναστατημένων Ελλήνων στο άρμα του και μέσω της παροχής δανείων από γαλλικούς και γαλλοελβετικούς τραπεζικούς οίκους.[9] 

Προς εφαρμογή του πρώτου σκέλους του σχεδίου ιδρύθηκε το γαλλικό κόμμα, με πρωτεργάτες τους αδερφούς Γεωργ. και Σπυρ. Βιτάλη. Τελικώς, η υποψηφιότητα του ανήλικου δούκα δεν προκρίθηκε, αν και κατεβλήθησαν έντονες προσπάθειες τόσο από την γαλλική κυβέρνηση όσο και από τον πατέρα του υποψηφίου, ο οποίος υπήρξε δραστήριο μέλος των γαλλικών φιλελληνικών κύκλων. Ως εκ τούτου, η προσοχή της γαλλικής κυβερνήσεως εστιάστηκε στο δεύτερο σκέλος, καθώς υπήρχε και το επιτυχημένο προηγούμενο της Αιγύπτου. Ως γνωστόν, Γάλλοι αξιωματικοί ανέλαβαν την αναδιοργάνωση και την εκπαίδευση των στελεχών των χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων του Μεχμέτ Αλή (ή Μωχάμετ Άλη Πασά) με λαμπρά αποτελέσματα.[10]

Κατά πολλούς, αποτελεί σαφές δείγμα αμοραλισμού το γεγονός ότι την ιδία στιγμή που οι αιγυπτιακές δυνάμεις υπό τον Ιμπραήμ Πασά απειλούσαν να καταστείλουν πλήρως την επανάσταση των Ελλήνων, το Παρίσι διαπραγματευόταν την εκλογή ενός Γάλλου πρίγκιπα στον ελληνικό θρόνο και την αποστολή στους επαναστατημένους Έλληνες στρατιωτικής βοήθειας. Η προφανής αντίφαση της γαλλικής πολιτικής δεν εμπόδισε την υποβολή συγκεκριμένης προτάσεως για την οργάνωση ελληνικού τακτικού στρατού και τον εφοδιασμό του με γαλλικό πολεμικό υλικό, τον Φεβρουάριο του 1825.

Την 10η  Μαΐου, η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε τον υπ’ αριθμόν 14 νόμο, «Περί Απογραφικής Στρατολογίας», με τον οποίον καθόρισε το όριο ηλικίας των στρατευσίμων καθώς και τον τρόπο στρατολογήσεώς τους. Πιο συγκεκριμένα, απεφασίσθη όπως κληρωνόταν 1 στρατεύσιμος ανά 100 κατοίκους για να υπηρετήσει στον στρατό. Η διάρκεια της θητείας οριζόταν σε τρία έτη. Η κυβέρνηση προχώρησε στην λήψη του μέτρου αυτού με την παρότρυνση του Ιωαν. Κωλέττη και του Ανδρ. Μεταξά,[11] αποδεχόμενη κατ’ ουσίαν την πρόταση του Fabvier για την συγκρότηση τακτικού στρατού. Την 30η Ιουλίου, ο προαναφερθείς Γάλλος αξιωματικός ανέλαβε επισήμως την διοίκηση του τακτικού στρατού από τον Παν. Ρόδιο[12] σε τελετή, η οποία έλαβε χώρα στην πλατεία Πλατάνου (νυν Συντάγματος) του Ναυπλίου. Το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε στα κομιτάτα των Παρισίων και της Γενεύης, τα οποία έστειλαν αρκετούς φιλέλληνες, όπως ο Τεομπάλ Πισκατόρυ (Théobald Émile Arcambal – Piscatory) για να συνοδέψουν τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς κατά την μετάβασή τους στην Ελλάδα. Η δύναμη του τακτικού στρατού ορίστηκε σε 4.000 άνδρες.

Σύντομα, ο Fabvier επεχείρησε να ανακαταλάβει την Τρίπολη. Δυστυχώς, η επιχείρηση απέτυχε, κυρίως λόγω της παρασπονδίας ορισμένων οπλαρχηγών. Τον Φεβρουάριο του 1826, ο Γάλλος αξιωματικός ετέθη επικεφαλής του Α’ Τάγματος Πεζικού, του ιππικού, του πυροβολικού, 120 σταυροφόρων[13] και 300 άτακτων. Οι δυνάμεις αυτές εξεστράτευσαν (πιθανότατα εν αγνοία της ελληνικής κυβερνήσεως) στην Εύβοια με αντικειμενικό σκοπό την απελευθέρωση της Καρύστου. Η επιχείρηση απέτυχε οικτρά, καθώς δεν έτυχε της απαραίτητης ναυτικής συνδρομής. Ο Fabvier εξετέθη σοβαρώς στα μάτια των Ελλήνων, πολλοί εκ των οποίων εξέφρασαν βάσιμες αμφιβολίες για τα πραγματικά κίνητρά του.

Κατόπιν, αυτός κατέφυγε στα Μέθανα, όπου συνεκρότησε την περίφημη «Τακτικούπολη». Αυτή ήταν το κέντρο του τακτικού στρατού και ο Γάλλος αξιωματικός την χαρακτήριζε «αποικία του» σε επιστολή του προς τον συμπατριώτη του Αντισυνταγματάρχη Pellion.[14]Ακολούθως, αφιερώθηκε δε στην αναδιοργάνωση των δυνάμεών του και στην εντατικοποίηση της εκπαιδεύσεώς τους. Την 30η Ιουλίου 1826, πήγε στην Ελευσίνα και συνεργάστηκε με τον Γεωργ. Καραϊσκάκη σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων. Αν και ο τακτικός στρατός πολέμησε γενναία, οι Έλληνες ηττήθησαν και ο Fabvier απεχώρησε απογοητευμένος (μαζί με τους άνδρες του) για την Σαλαμίνα.

Αργότερα, οι Γάλλοι έστειλαν στην Ελλάδα τον Κεφαλλονίτη Διον. Βούρβαχη, επικεφαλής 80 Επτανησίων. Ο τελευταίος είχε λάβει την γαλλική υπηκοότητα, είχε αποφοιτήσει από την στρατιωτική σχολή του Φονταινεμπλώ[15] και είχε αποστρατευθεί με τον βαθμό του  Συνταγματάρχη μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων. Δυστυχώς, σύντομα ήρθε σε προστριβές με την Διοικητική Επιτροπή, η οποία δεν ήταν αποφασισμένη να αφήσει ανεξέλεγκτη την δράση του. Τελικώς, βρήκε τραγικό θάνατο στο Καματερό, επιχειρώντας να συνδράμει τους πολιορκημένους υπερασπιστές της Ακροπόλεως.

Στο διπλωματικό σκηνικό, υπεγράφη το μυστικό πρωτόκολλο της Πετρουπόλεως από τους Βρεταννούς και τους Ρώσσους, τον Απρίλιο του 1826.[16] Οι Αυστριακοί και οι Πρώσσοι αρνήθηκαν να συμπράξουν με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Γάλλοι ευρέθησαν σε δύσκολη θέση και εδέχθησαν να προσχωρήσουν σε αυτό μεταγενέστερα. Επίσης, το Quai d’ Orsay πρότεινε την σύγκληση μίας διεθνούς διασκέψεως στο Λονδίνο. Επρόκειτο για μία ευφυή κίνηση στην διπλωματική σκακιέρα, η οποία έφερε την γαλλική διπλωματία κοντά στην αντίστοιχη βρεταννική. Το φθινόπωρο, ο Canning ανταπέδωσε την χειρονομία, επισκεπτόμενος επισήμως το Παρίσι. Ο Γάλλος μονάρχης Κάρολος Ι΄ ήταν ήδη προδιατεθειμένος ευμενώς έναντι της Ελληνικής Επαναστάσεως και του είπε δεν θα ανεχόταν να βλέπει απαθής τους ομοθρήσκους του Έλληνες να σφάζονται από τους Τούρκους και τους Αιγυπτίους. «Είμαι αποφασισμένος να ενεργήσω κάθε τι που είναι αναγκαίο για την παρεμπόδιση μιας τέτοιας αξιοθρήνητης καταστάσεως», προσέθεσε χαρακτηριστικά.[17]

Την 19η Ιανουαρίου 1827, η γαλλική κυβέρνηση ανέλαβε μία πολύ σημαντική πρωτοβουλία. Συνέταξε και υπέβαλε στην αντίστοιχη βρεταννική ένα σχέδιο συνθήκης για την ειρήνευση της Ελλάδος, το οποίο όμως δεν προέβλεπε τρόπους εξαναγκασμού της Υψηλής Πύλης όπως το αποδεχθεί. Αν και το Λονδίνο αδιαφόρησε προκλητικά, ήταν μία πρώτη σοβαρή ένδειξη για την μεταβολή της επίσημης γαλλικής πολιτικής.

Την 3η Απριλίου (π. ημ.), ο Καποδίστριας εξελέγη κυβερνήτης της Ελλάδος με θητεία επτά ετών, ύστερα από απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως.[18] Έχει γραφεί ότι η εκλογή του συνιστούσε ήττα της βρεταννικής πολιτικής εξαιτίας της μακρόχρονης θητείας του στην υπηρεσία της ρωσσικής διπλωματίας.[19] Ο Καποδίστριας έσπευσε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, επισκεπτόμενος την Αγ. Πετρούπολη και ζητώντας την τυπική αποδέσμευσή του από την υπηρεσία του Τσάρου. Ακολούθως, κατευθύνθηκε προς το Λονδίνο, όπου έφθασε την προηγουμένη της κηδείας του Τζωρτζ Κάννινγκ (George Canning). Η υποδοχή των Βρεταννών ήταν παγερή.

Ο έμπειρος Καποδίστριας αντελήφθη αμέσως την αιτία και έσπευσε να δηλώσει στον πρεσβευτή της συμμάχου των Αυστρίας στην βρεταννική πρωτεύουσα πρίγκιπα Πωλ Εστερχάζυ (Paul ΙΙΙ Anton Esterházy von Galantha) ότι είχε απαλλαγεί από την ρωσσική υπηρεσία, υπονοώντας ότι ουδεμία δέσμευση είχε αναλάβει. Προσέθεσε δε ότι είχε ξεκαθαρίσει στον Τσάρο πως ουδέποτε θα έστηνε στην Ελλάδα την ρωσσική σημαία.[20] Ο Αυστριακός διπλωμάτης ενημέρωσε τάχιστα τον προϊστάμενό του Κλέμεντς φον Μέττερνιχ (Klemens Wenzel Lothar von Metternich), στέλνοντάς του σχετική έκθεση με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 1827.[21]

Αντιθέτως, στο Παρίσι του επεφυλάχθη θερμή υποδοχή, αν και παρέμεινε εκεί για βραχύ χρονικό διάστημα. Σημειωτέον ότι ο κυβερνήτης είχε αντιταχθεί στο σχέδιο του Eynard περί αναμείξεως των Ιπποτών της Μάλτας στα ελληνικά πράγματα μέσω της εκ μέρους τους καταλήψεως των νήσων του Αιγαίου. Το σχέδιο αυτό θα επιτυγχανόταν με την συνδρομή του ελληνικού στόλου, καθώς και του Βρεταννού Λόρδου Τόμας Κόχραν[22] (Thomas Cochrane, 10th Earl of Dundonald, 1st Marquess of Maranhão), o οποίος είχε προσληφθεί έναντι αδράς αμοιβής από την ελληνική κυβέρνηση.[23] Ο Eynard ζήτησε από τον Καποδίστρια να δώσει οδηγίες στον Βρεταννό αξιωματικό, κατ’ ουσίαν ενισχύοντάς τον με τον κύρος του. Ο κυβερνήτης, όμως, γνώριζε τις προγενέστερες απόπειρες του Τάγματος των Ιπποτών όπως αποκτήσει εδάφη για την εγκατάστασή του στον χώρο της Εγγύς Ανατολής. Μάλιστα, έχει γραφεί ότι ως διπλωμάτης του ρωσσικού Υπουργείου Εξωτερικών είχε αντιδράσει εντόνως στην απόπειρα αποδόσεως σε αυτό της Κερκύρας, επιτυγχάνοντας την ματαίωση του σχεδίου.[24] Ως εκ τούτου, αρνήθηκε κάθε παρέμβαση, περιοριζόμενος να ενημερώσει τον Eynard για τους πραγματικούς στόχους του Τάγματος.

Μολαταύτα, το Παρίσι απεφάσισε να συνεργασθεί μαζί του, γεγονός το οποίο αντελήφθη ο κυβερνήτης. Προς τούτο και υπέβαλε συγκεκριμένα αιτήματα για οικονομική βοήθεια και την ανεύρεση αξιωματικών προς ενίσχυση του νεοσύστατου ελληνικού στρατού. Η σύμπραξη της γαλλικής κυβερνήσεως με τις αντίστοιχες της Μεγ. Βρεταννίας και της Ρωσσίας στην υπογραφή της λεγομένης Ιουλιανής Συνθήκης, η οποία συνήφθη στο Λονδίνο, την 24η Ιουνίου / 6η Ιουλίου 1827, κατέστησε πρόδηλη την μεταβολή της πολιτικής της στο ελληνικό ζήτημα.[25] Η συνθήκη αυτή δεν είναι σημαντική τόσο για το περιεχόμενό της (το οποίο αποτελεί εν πολλοίς επανάληψη των όρων του πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως της 23ης Μαρτίου / 4ης Απριλίου 1826) όσο για το μυστικό συμπληρωματικό άρθρο, το οποίο έδινε στους εμπολέμους διορία ενός μηνός για την αποδοχή της. Εάν αυτό δεν συνέβαινε, οι Μεγάλες Δυνάμεις θα ελάμβαναν «όσα μέτρα αι περιστάσεις υπαγορεύουν εις την φρόνησίν των δια την εκτέλεσιν ταύτης».[26]

 Η συγκεκριμένη συνθήκη έχει χαρακτηρισθεί «η πρώτη καταστατική διεθνής πράξις της ελληνικής ελευθερίας, η συνθήκη δια της οποίας η Ελλάς εξήλθε από την πολιτική μηδαμινότητα».[27] Την 2α Ιουλίου (π. ημ.), ο Τσάρος απεδέχθη την παραίτηση του Καποδίστρια, συστήνοντάς του να μην απορρίψει τους όρους της προαναφερθείσης συνθήκης. Ο τελευταίος έδειξε την δυσφορία του, δηλώνοντας ότι επρόκειτο για ένα νομικό κείμενο, το οποίο «εκάστη των τριών Δυνάμεων απέβλεψε προς το ίδιον αυτής συμφέρον, ουδεμία δε εις το συμφέρον της Ελλάδος».[28] Εντούτοις, ο κυβερνήτης είχε αντιληφθεί την σπουδαιότητά της τόσο λόγω των διπλωματικών προοπτικών τις οποίες προσέφερε όσο και για την ηθική ενίσχυση που έδιδε στους αγωνιζόμενους Έλληνες. Έχοντας πλήρη συναίσθηση της βαρύτητος της προαναφερθείσης συνθήκης, μετέβη στις ξένες πρωτεύουσες.

Στο Παρίσι, ο Κερκυραίος διπλωμάτης μπόρεσε να αναπτύξει όλο το ταλέντο του. Ήταν βέβαιος ότι ο πρωθυπουργός κόμης Ζαν ντε Βιλλέλ (Jean – Baptiste Guillaume Joseph Marie Anne Séraphin, comte de Villèle) θα εγκατέλειπε την εξισορροπιστική πολιτική, την οποία ακολουθούσε προκειμένου να αναδείξει το γαλλικό ρόλο στην Μεσόγειο. Πράγματι, ο Γάλλος πρωθυπουργός δεχόταν έντονες πιέσεις προς την κατεύθυνση αυτή τόσο από τους φιλελεύθερους όσο και από τους μοναρχικούς κύκλους (για διαφορετικούς φυσικά λόγους). Ως εκ τούτου, απεφάσισε να ικανοποιήσει το αίτημα του Καποδίστρια για την αποστολή Γάλλων ανδρών. Ο κυβερνήτης δεν έβλεπε τον ρόλο τους ως απλά στρατιωτικό αλλά και ως βαθύτατα εκπολιτιστικό. Δεν ήθελε απλώς μαχητές αλλά άνδρες που θα μετέφεραν στην Ελλάδα την ευταξία, την βιομηχανία και κυρίως «σπέρματα αληθινού πολιτισμού».[29]

Ο κόμης de Villèle πρότεινε την αποστολή γαλλικών στρατευμάτων για να εφαρμόσουν την Συνθήκη του Ιουλίου του 1827. Ο Καποδίστριας απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση αυτή, απειλώντας εμμέσως με την υποβολή παραιτήσεως.[30] Δεν επιθυμούσε στρατεύματα από μία μόνον χώρα, τα οποία θα δρούσαν ως αποικιακά. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα εσήμαινε την πρόσδεση της Ελλάδος στο άρμα μίας Μεγάλης Δυνάμεως και θα καθιστούσε πολύ δύσκολη (εάν όχι ανέφικτη) την απομάκρυνση των στρατευμάτων αυτών από το ελληνικό έδαφος.

O κυβερνήτης ήταν προσανατολισμένος στην λύση των Ελβετών, η οποία όμως συναντούσε πολλές πρακτικής φύσεως δυσχέρειες. Οι καλύτεροι εξ αυτών υπηρετούσαν στην Γαλλία, την Ισπανία και το Βασίλειο της Νεαπόλεως. Ως εκ τούτου, ζήτησε την διαμεσολάβηση του Επτανησίου Νικ. Λοβέρδου, ο οποίος υπηρετούσε στο Υπουργείο Πολέμου της Γαλλίας, προκειμένου να βρεθούν 3 – 4 ικανοί Γάλλοι αξιωματικοί, οι οποίοι θα εδέχοντο να έρθουν στην Ελλάδα ως σύμβουλοι. Πράγματι, ο Λοβέρδος ενημέρωσε τους προϊσταμένους του, οι οποίοι είχαν απογοητευθεί από την έως τότε ανεξάρτητη πολιτική του Έλληνα κυβερνήτη. Εντούτοις, προέκριναν την ικανοποίηση του αιτήματός του, καθώς θεώρησαν ότι τους δινόταν (έστω και εμμέσως) η δυνατότητα να τοποθετήσουν δικούς τους ανθρώπους στο περιβάλλον του Καποδίστρια.

Την 7η / 20η Οκτωβρίου, έλαβε χώρα η ναυμαχία του Ναυαρίνου, κατά την οποία κατεστράφη ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος.[31] Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε τον ενθουσιασμό της διεθνούς κοινής γνώμης και των περισσοτέρων εκ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (με την εξαίρεση της αυστριακής και της βρεταννικής[32]). Στην Γαλλία, ο Βασιλεύς Κάρολος Ι΄ εξέφρασε την ικανοποίησή του, δηλώνοντας στην Εθνοσυνέλευση ότι η απρόοπτη ναυμαχία εξελίχθη σε ημέρα δόξης για το γαλλικό ναυτικό. Τα αισθήματά του συμμερίστηκε μία μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου[33] και του Τύπου, οι πνευματικοί άνθρωποι[34] και η κοινή γνώμη.[35] Η γαλλική πολιτική ηγεσία θεώρησε ότι είχε λήξει η περίοδος της περιθωριοποιήσεως (μετά την ήττα στους Ναπολεόντειους πολέμους) και η χώρα έλαβε εκ νέου την θέση της μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Επίσης, υπήρχε ικανοποίηση και στους ναυτικούς κύκλους, καθώς το γαλλικό πολεμικό ναυτικό είχε περιέλθει σε ανυποληψία μετά την πανωλεθρία που είχε υποστεί στην ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, τον Οκτώβριο του 1805.

Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις απετέλεσε ο υπουργός Ναυτικών κόμης Κριστόφ Σαμπρόλ (Christophe, comte de Chabrol de Crouzol). Αυτός δεν δίστασε να δηλώσει σε επιστολή του προς τον επικεφαλής της γαλλικής ναυτικής μοίρας στο Ναυαρίνο Ανρύ ντε Ριγνύ (Henri de Rigny),[36] μεταξύ άλλων, τα εξής : «Ημείς δ’ αυτοί ηθελήσαμεν ν’ αποφύγωμεν την διάλυσιν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πιθανότατα την επεσπεύσαμεν. Τα ανακτοβούλια εν τω ζητήματι τούτω φέρονται μάλλον υπό της κοινής γνώμης ή υπό της περισκέψεως και της φρονήσεως∙ τέλος όμως εισήλθομεν εις την οδόν ταύτην, (επομένως) πρέπει να φθάσωμεν μέχρι τέρματος… Φοβούμαι ότι ουδέν σπουδαίον γενήσεται μετά του λαού τούτου των πειρατών».  

Toν Ιανουάριο, η νέα κυβέρνηση του υποκόμη Ιωάννη – Βαπτιστή ντε Μαρτινιάκ (Jean – Baptiste Sylvère Gay, vicomte de Martignac) απεδέχθη την ρωσσική πρόταση για αναγκαστική εκκένωση της Πελοποννήσου από τους Τουρκοαιγυπτίους με την συνεργασία των τριών Μεγάλων Δυνάμεων.[37] Ταυτόχρονα, όμως, το Παρίσι πρότεινε στο Λονδίνο να προσπαθήσουν όπως αποφύγουν την εμπλοκή ρωσσικών στρατευμάτων στον ελλαδικό χώρο, δίνοντας σε αντάλλαγμα το ελεύθερο στους Ρώσσους στην Μολδοβλαχία. Προς τούτο, θα έπρεπε να στείλουν άνδρες μόνον από τις δύο χώρες (δηλαδή την Γαλλία και την Μεγ. Βρεταννία) στην Πελοπόννησο. Το Λονδίνο δεν φάνηκε θετικό στην από μέρους του αποστολή στρατευμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να έρθουν σε ένοπλη σύγκρουση με δυνάμεις του Σουλτάνου. Εντούτοις, η Αγία Πετρούπολη ανέβασε τους τόνους, απειλώντας να αναλάβει μονομερή δράση για την διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος.

Το Παρίσι θορυβήθηκε και απεφάσισε να κινητοποιηθεί. Διέταξε την ταχύτατη (και ει δυνατόν μυστική) συγκέντρωση στρατευμάτων στην Τουλόν για να αποσταλούν στην Πελοπόννησο, δίχως να διαρρεύσει ο τόπος προορισμού τους.[38] Επίσης, έστειλε ανθρώπους του στην περιοχή για να διερευνήσουν κατά πόσον υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για την διαβίωση των Γάλλων αξιωματικών και οπλιτών. Εν τω μεταξύ, το Λονδίνο σκλήρυνε την στάση του και εξέφρασε την κάθετη άρνησή του στο ενδεχόμενο αποστολής γαλλικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο. Την 16η / 28η Απριλίου, το Παρίσι επανήλθε, προτείνοντας την αποστολή ενός μεικτού σώματος, συνολικής δυνάμεως 12.000 ανδρών.[39] Το Λονδίνο απήντησε εκ νέου αρνητικά, καθώς είχε ξεσπάσει ο ρωσσοτουρκικός πόλεμος δύο ημέρες νωρίτερα.

Ο πόλεμος αυτός προκάλεσε θυελλώδεις συζητήσεις στο γαλλικό Κοινοβούλιο. Ο Τσάρος ήταν ήδη ο μεγάλος ωφελημένος από την αναταραχή στην Εγγύς Ανατολή. Το κοινό θρησκευτικό δόγμα,[40] η ναυμαχία του Ναυαρίνου και το μακροχρόνιο ενδιαφέρον του για Ορθοδόξους θα ενίσχυαν αναμφισβήτητα το κύρος του μεταξύ των Ελλήνων, ωθώντας τους να ξεχάσουν το «σχέδιο των τριών τμημάτων».[41] Επίσης, το Λονδίνο είχε επιτύχει την σύναψη δανείων της ελληνικής κυβερνήσεως με βρεταννικούς τραπεζικούς οίκους, ενώ κατείχε και τα Επτάνησα. Η Γαλλία υστερούσε καταφανώς έναντι των άλλων δύο Μεγάλων Δυνάμεων σε μία περιοχή, η οποία αποτελούσε επί μακρόν προνομιακό πεδίο ασκήσεως της επιρροής της. Ως εκ τούτου, πολλοί βουλευτές ζήτησαν από την γαλλική κυβέρνηση την εντατικοποίηση των προσπαθειών της προκειμένου η Γαλλία να μην μείνει «εκτός νυμφώνος» στο νέο υπό διαμόρφωση σκηνικό στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Απεφασίσθη, λοιπόν, η χορήγηση στην ελληνική κυβέρνηση μηνιαίου βοηθήματος ύψους 500.000 φράγκων και ο διορισμός του βαρώνου Αντουάν ντε Σαιντ – Ντενί (Antoine de Juchereau de Saint Denis) στην θέση του προξενικού πράκτορα (agent consulaire) στην Ελλάδα. Η αποστολή του συνίστατο στην παρακολούθηση της χρήσεως του μηνιαίου βοηθήματος και στην συγκέντρωση πληροφοριών για την κατάσταση της Ελλάδος. Επιπλέον, αυτός όφειλε να γνωστοποιήσει στον Καποδίστρια την βούληση του Γάλλου μονάρχη για την παροχή διευκολύνσεων προς στρατολόγηση ανδρών από την νότια Γαλλία. Κατ’ ουσίαν, όμως, επρόκειτο για εκβιασμό, εφ’ όσον η γαλλική κυβέρνηση συνέδεσε περίτεχνα την οικονομική βοήθεια με την από μέρους της Ελλάδος αγορά εφοδίων και τροφίμων από την γαλλική αγορά.[42]

Ήταν προφανές ότι δεν είχαν όλοι οι Γάλλοι ανιδιοτελή κίνητρα όταν παρείχαν βοήθεια προς τους Έλληνες. Η γαλλική κυβέρνηση και το Quai d’ Orsay (Υπουργείο Εξωτερικών) θεωρούσαν πολλαπλώς επωφελή την ενεργό ανάμειξή τους στην διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Το Παρίσι θα διοχέτευε στο υπό σύσταση ελληνικό κράτος το όποιο πλεονάζον ανθρώπινο δυναμικό του, ένα μέρος του οποίου ήταν απόστρατοι αξιωματικοί της εποχής των Ναπολεόντειων Πολέμων. Το όφελος θα ήταν διπλό, καθώς αυτοί ήταν ευεπίφοροι στην πρόκληση κοινωνικής αναταραχής και θα εξαλειφόταν ένας δυνητικός κίνδυνος για την ασφάλεια του καθεστώτος. Επιπλέον, μακροπρόθεσμα οι περισσότεροι εκ των Γάλλων αξιωματικών και οπλιτών οι οποίοι θα μετέβαιναν προς εκπαίδευση των ανδρών του ελληνικού στρατού θα εγκαθίσταντο στην Ελλάδα, αποτελώντας μία καλή αγορά για τα γαλλικά προϊόντα. Τέλος, θα εξησφαλίζετο η ευγνωμοσύνη των Ελλήνων και το νέο κράτος θα προσδενόταν στο γαλλικό άρμα, δημιουργώντας ένα εφαλτήριο για την διεύρυνση της επιρροής των Παρισίων στην Εγγύς Ανατολή.

Εντούτοις, έπρεπε να υπερνικηθούν οι βρεταννικές αντιδράσεις. Ο πρωθυπουργός Άρθουρ Ουέλλεσλυ, δουξ του Ουέλλινγκτον (Arthur Wellesley, 1st Duke of Wellington) δήλωσε ξεκάθαρα ότι η αποστολή έστω και ενός Γάλλου οπλίτη στην Πελοπόννησο θα οδηγούσε σε αγγλογαλλικό πόλεμο. Η απάντηση των Παρισίων ήρθε στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Ο Βασιλεύς Κάρολος ανεκοίνωσε στους πρεσβευτές των δύο άλλων Μεγάλων Δυνάμεων την απόφασή του για την αποστολή στρατευμάτων στην Πελοπόννησο ακόμη και χωρίς την συμμετοχή αντίστοιχων βρεταννικών.[43] Το Λονδίνο ευρέθη σε δύσκολη θέση, καθώς η οικονομική κρίση και η αναζωπύρωση του ιρλανδικού ζητήματος δεν του επέτρεπαν να μεταβάλει πολιτική ακόμη και αν το ήθελε. Εντούτοις, δεν μπορούσε να συνεχίσει την προβολή προσκομμάτων στην πραγματοποίηση της πολιτικής μίας άλλης Μεγάλης Δυνάμεως, πολλώ δε μάλλον εφ’ όσον αυτή εδραζόταν επί συμβατικής βάσεως (την προαναφερθείσα «Ιουλιανή Συνθήκη»). Ως εκ τούτου, το Λονδίνο συναίνεσε στην αποστολή γαλλικών στρατευμάτων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μειώσει την σημασία της δράσεώς τους και να συντομεύσει την διάρκεια παραμονής τους στην Πελοπόννησο.

Την 12η / 24η Ιουνίου, ο κυβερνήτης ζήτησε επισήμως από τις κυβερνήσεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων την αποστολή στρατευμάτων. Ταυτόχρονα, όμως, «ενημέρωσε» τον επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας κόμη Αύγουστο ντε λα Φερροναί (Pierre – Louis – Auguste Ferron, comte de La Ferronnays) πως σε διαφορετική περίπτωση θα αναγκαζόταν «χωρίς τύψιν συνειδήσεως» να χρησιμοποιήσει τα μηνιαία βοηθήματα της Γαλλίας και της Ρωσσίας για την μετάκληση ξένων μισθοφορικών στρατευμάτων.[44] Δυστυχώς, δεν γνώριζε ότι ο Λοβέρδος φρόντιζε να παρακωλύσει τις ενέργειες για την εξεύρεση μισθοφόρων έως ότου οριστικοποιηθεί η αποστολή γαλλικών δυνάμεων.[45] Πράγματι, την 7η / 19η Ιουλίου, υπεγράφη το πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο απεφασίσθη η αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, δρώντος εξ ονόματος και των τριών συγκεκριμένων Μεγάλων Δυνάμεων με αποκλειστικό σκοπό την απομάκρυνση των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων από την περιοχή.

Την ιδία περίοδο, ο Καποδίστριας αναζητούσε εναγωνίως πόρους, κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Προς τούτο εστράφη προς τους ευκατάστατους Έλληνες, όπως οι αδερφοί Κουντουριώτη, από τους οποίους ζήτησε 10.000 τάλληρα. Τα χρήματα αυτά θα εδίδοντο υπό μορφήν δανείου και ως εγγύηση ο κυβερνήτης έβαζε τα κτήματά του στην Κέρκυρα. Οι Κουντουριώτηδες του έστειλαν μόλις 2.000 τάλληρα, δίχως να θίξουν το θέμα της εγγυήσεως. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση του κυβερνήτη, ο οποίος έστειλε στον Λαζ. Κουντουριώτη και σχετική επιστολή.[46]  

Το Λονδίνο (σε συνεργασία με την Βιέννη) αξίωσε επιμόνως από τον κόμη de La Ferronnays την ματαίωση της εκστρατείας, μόλις ο Ιμπραήμ εξέφρασε την πρόθεσή του να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο. Το Παρίσι διέταξε αυθημερόν τον μαρκήσιο Νικολά Μαιζόν (Nicolas – Joseph Maison), ο οποίος είχε τοποθετηθεί επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, να επισπεύσει την αναχώρηση των 16.000 ανδρών του από την Τουλόν, ακόμη και προ της ολοκληρώσεως των προετοιμασιών. Εν τω μεταξύ, το Λονδίνο έστειλε βιαστικά τον Αντιναύαρχο Σερ Έντουαρντ Κόδρινγκτον (Sir Edward Codrington) στην Αλεξάνδρεια με την εντολή να πείσει οπωσδήποτε τον Μωχμέτ Αλή όπως αποσύρει τα στρατεύματά του από την Πελοπόννησο.[47] Πράγματι, την 28η Ιουλίου / 9η Αυγούστου, ο Codrington υπέγραψε την σχετική συμφωνία με τον ηγεμόνα της Αιγύπτου.[48]

Στα τέλη Αυγούστου, οι Γάλλοι (μαζί με ορισμένους Βρεταννούς και Δανούς εθελοντές)[49] απεβιβάσθησαν στην Μεθώνη. Ο Maison είχε σαφείς οδηγίες να κατευθυνθεί προς την Πάτρα και από εκεί να περάσει απέναντι στην Ρούμελη. Έπρεπε να απελευθερώσει όχι μόνον την Πελοπόννησο αλλά και την Στερεά Ελλάδα, καθώς και την Εύβοια. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως, δεν συμπεριλαμβανόταν στο πρωτόκολλο του Ιουλίου. Άλλωστε, το Λονδίνο είχε εκφράσει σαφώς την βούλησή του όπως περιορισθεί το ελληνικό κράτος στην Πελοπόννησο και τις νήσους. Σημειωτέον ότι οι Βρεταννοί είχαν ήδη καταστεί καχύποπτοι, καθώς ήταν γνωστόν ότι το τρίγωνο Μεθώνης – Κορώνης – Ναυαρίνου αποτελούσε πάγιο στόχο της γαλλικής πολιτικής στην Εγγύς Ανατολή.

Το Λονδίνο αντέδρασε έντονα σε κάθε σκέψη προελάσεως των Γάλλων στην Ρούμελη. Τότε, το Παρίσι σκέφτηκε να εφαρμόσει το σχέδιο αυτό μέσω του ελληνικού στρατού, ο οποίος θα είχε Γάλλους εκπαιδευτές.[50] Προς τούτο, ζήτησε από τον Maison να προωθήσει με κάθε μέσον την οργάνωση του ελληνικού τακτικού στρατού, καθώς επρόκειτο για ζήτημα υψίστης σπουδαιότητος («de la plus haute importance»). Η γαλλική κυβέρνηση, όμως, είχε παραβλέψει τον παράγοντα «Καποδίστριας». Ο κυβερνήτης γνώριζε τις πραγματικές βλέψεις των Γάλλων και ήθελε να κρατήσει ισορροπίες για να δεσμεύσει τρεις Μεγάλες Δυνάμεις στην προσπάθεια απελευθερώσεως των Ελλήνων. Προσεπάθησε, λοιπόν, να κρατήσει σε απόσταση τους ανθρώπους των Παρισίων στην Ελλάδα και καθυστέρησε να απαντήσει στις οποίες προτάσεις τους για την συγκρότηση του τακτικού στρατού.

Οι Γάλλοι συνειδητοποίησαν ότι ο κυβερνήτης της Ελλάδος δεν ήταν διατεθειμένος να προσδεθεί εύκολα στο άρμα τους και ο Maison τοποθέτησε σε καίριες θέσεις του στρατεύματος συμπατριώτες του, χρησιμοποιώντας διάφορα προσχήματα. Αυτοί είχαν σαφείς διαταγές να διαπιστώσουν την κατάσταση του τακτικού στρατού και τις διαθέσεις των στελεχών του έναντι του κυβερνήτη, καθώς και να αξιολογήσουν τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας. Τέλος, όφειλαν να εξακριβώσουν το που διετέθησαν τα χρήματα του μηνιαίου βοηθήματος. Ήταν φανερό ότι οι στρατιωτικοί ανελάμβαναν το κύριο βάρος της εφαρμογής της γαλλικής πολιτικής, γεγονός το οποίο κατέστη πρόδηλο μετά την απομάκρυνση του βαρώνου de Saint Denis.

Ο Καποδίστριας κατάλαβε τον ρόλο τους και προσεπάθησε να τους θέσει υπό έλεγχον με αποτέλεσμα αυτοί να στραφούν (ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα) εναντίον του. Στο Παρίσι, το κλίμα είχε ήδη αρχίσει να μεταβάλλεται επί τα χείρω για τον Έλληνα κυβερνήτη με αφορμή την αποχώρηση του Fabvier από την Ελλάδα. Ο Γάλλος αξιωματικός είχε έρθει σε οξύτατη σύγκρουση με τον Καποδίστρια. Πιο συγκεκριμένα, το σώμα που είχε συγκροτήσει μετέβη στην Χίο για να απελευθερώσει την νήσο. Τα έξοδα είχαν πληρωθεί από πλούσιους Χιώτες αλλά η επιχείρηση «εστέφθη» με πλήρη αποτυχία. Αν και παρέμεινε εκεί επί πολλούς μήνες, δεν κατόρθωσε κάτι το ουσιαστικό και επέστρεψε στην βάση του, στις αρχές Μαρτίου του 1828. Ο Καποδίστριας εξέφρασε την δυσαρέσκειά του και προχώρησε στον καταλογισμό ευθυνών. Διευθέτησε όλες τις οικονομικές εκκρεμότητες και ξεκαθάρισε ότι απέβλεπε σε μία άλλη συγκρότηση του τακτικού στρατού. από αυτήν την οποία εφήρμοζε ο Fabvier. Τον Απρίλιο, ο Γάλλος αξιωματικός εισηγήθηκε ένα σχέδιο οργανώσεως, το οποίο προέβλεπε (μεταξύ άλλων) την κατάταξη των ανδρών µε κλήρο, την απαραίτητη µάχιµη προϋπηρεσία και την αριθµητική αύξηση του τακτικού στρατού.

Ο κυβερνήτης απέρριψε το οργανόγραμμα, εκφράζοντας τεκμηριωμένες αντιρρήσεις, τις οποίες ο Γάλλος αξιωματικός δεν απεδέχθη. Άλλωστε, δεν θεωρούσε επαρκείς τις στρατιωτικές γνώσεις του κυβερνήτη και τον κατέκρινε για αυταρχισμό. Εντούτοις, παρεγνώριζε ότι τα πρότυπα της πατρίδος του ήταν αδύνατον να εφαρμοσθούν στην διχασμένη εσωτερικά και εμπόλεμη με την Υψηλή Πύλη Ελλάδα. Το επόμενο διάστημα, ουδεμία εξέλιξη έλαβε χώρα και το σώμα του Fabvier παρήκμαζε, καθώς ο κυβερνήτης είχε στραμμένη όλη την προσοχή του στην διπλωματική αρένα. Πάντως, ο Καποδίστριας κάλεσε τον Γάλλο αξιωματικό να αναλάβει υπηρεσία στον στρατό, αλλά ο Fabvier συνέχισε να εκφράζει την δυσαρέσκειά του, επιθυμώντας πλήρη ελευθερία δράσεως.[51] Την 25η Ιουλίου / 6η Αυγούστου, ο κυβερνήτης του δήλωσε ότι «η προσφορά των υπηρεσιών του έπρεπε να καθορίζεται από την υφιστάμενη πραγματικότητα».[52] Η ευγενική αυτή υπόμνηση της υποχρεώσεώς του να υπηρετήσει συμμορφούμενος με το κυβερνητικό πρόγραμμα τον εξόργισε και τον ώθησε στην υποβολή παραιτήσεως, ενώ λίγο μετά απεχώρησε της Ελλάδος.[53]

Την 18η Οκτωβρίου (ν. ημ.), ο Fabvier συνέταξε ένα υπόμνημα, στο οποίο κατηγορούσε με σφοδρότητα τον Καποδίστρια ότι ενδιαφερόταν αποκλειστικώς και μόνον για την εξυπηρέτηση των ρωσσικών συμφερόντων και είχε κάνει κακή χρήση του μηνιαίου βοηθήματος, το οποίο είχε διατεθεί για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. Το υπόμνημα αυτό επηρέασε καθοριστικά πολλούς ιθύνοντες στο Παρίσι, ενώ η αποχώρηση του Fabvier είχε ήδη προδιαθέσει αρνητικά το σύνολο των Γάλλων αξιωματικών, οι οποίοι είχαν παραμείνει στην Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ, ο αιγυπτιακός στόλος είχε καταπλεύσει στην Μεθώνη και τα στρατεύματα του Ιμπραήμ εγκατέλειπαν οριστικά το ελληνικό έδαφος. Το Λονδίνο ενέτεινε τις πιέσεις του για την αποχώρηση του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος από την Ελλάδα, γεγονός το οποίο έφερνε σε δύσκολη θέση το Παρίσι. Η γαλλική κυβέρνηση απεφάσισε να συμπαραταχθεί με τον Καποδίστρια στην προσπάθεια του τελευταίου όπως τα σύνορα τοποθετηθούν επί της νοητής γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού. Την 11η / 23η Σεπτεμβρίου, ο κυβερνήτης της Ελλάδος υπέβαλε ένα υπόμνημα προς τους πρεσβευτές των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και – μετά από βραχύβια παραμονή στην Κέρκυρα – είχαν εγκατασταθεί στον Πόρο. Σε αυτό απέφευγε να αποκηρύξει την επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά τόνιζε ότι ένα ελληνικό κράτος δίχως την Ρούμελη θα ήταν μη βιώσιμο. Αργότερα, έστειλε άλλα δύο υπομνήματα και τελικώς κατόρθωσε να πείσει τους τρεις διπλωμάτες.

Το Παρίσι ενέκρινε την στάση του πρεσβευτή του. Βεβαίως, η πολιτική του δεν ήταν ανιδιοτελής, καθώς η αποδοχή της γραμμής αυτής θα καθιστούσε την Ελλάδα αρκετά ισχυρή[54] για να αποκρούσει τις ενδεχόμενες προσπάθειες των Βρεταννών όπως παρέμβουν στα εσωτερικά της. Επίσης, θα έδινε ενδεχομένως την δυνατότητα στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα να παραμείνει στον ελλαδικό χώρο, επεκτείνοντας τον τομέα δράσεώς του. Ακριβώς για τον ίδιο λόγο, το Λονδίνο ήταν κάθετα αντίθετο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο πρωθυπουργός δουξ του Wellington έγραψε ότι «εν σχέσει με την Ελλάδα θα περιώριζον τα όρια εις την Πελοπόννησον ει δυνατόν ή όσον ένεστι πλησιέστερον εις τον Ισθμόν της Κορίνθου».[55]

Σταδιακά, πρώτιστος στόχος της γαλλικής διπλωματίας κατέστη η παράταση της παραμονής του εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο. Δεύτερος στόχος ήταν η εξασφάλιση της συναινέσεως του κυβερνήτη για την οργάνωση του ελληνικού τακτικού στρατού από Γάλλους αξιωματικούς. Προς τούτο, έπρεπε να ασκηθούν οι κατάλληλες πιέσεις προς τον Καποδίστρια για να δεχθεί εκ νέου τον Fabvier, στο πρόσωπο του οποίου επέμενε το Παρίσι, ίσως και για λόγους γοήτρου. Το γαλλικό αίτημα γνωστοποιήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση δια της διπλωματικής οδού. Το Παρίσι θα ανελάμβανε το κόστος, ανερχόμενο σε 1.000.000 φράγκα εφ’ άπαξ και 200.000 φράγκα μηνιαίως επί ένα έτος. Αυτό θα συνέβαινε αμέσως μόλις ο κυβερνήτης ενέκρινε το σχέδιο το οποίο θα του υπέβαλε ο Fabvier.[56] Ταυτόχρονα, όμως, αφήνονταν βαρύτατοι υπαινιγμοί για υποτιθέμενη εύνοια του Καποδίστρια υπέρ της Ρωσσίας αλλά και για ευνοιοκρατία υπέρ των Επτανησίων.[57] 

Ταυτόχρονα, όμως, ο κόμης de La Ferronnays διέταξε τον Maison να μην δώσει στον κυβερνήτη τα χρήματα με την έγκριση του σχεδίου του Fabvier! Αυτό θα συνέβαινε μόνον όταν θα άρχιζε η εφαρμογή του σχεδίου ή ακόμη καλύτερα όταν το ζητούσε ο προαναφερθείς Γάλλος αξιωματικός. Εάν η απάντηση του Καποδίστρια ήταν αρνητική ή δεν δεχόταν την παρουσία του Fabvier, τότε δεν θα έπαιρνε την επιχορήγηση και θα διεκόπτετο η παροχή του μηνιαίου βοηθήματος με την επίκληση διαφόρων προφάσεων για να μην έμοιαζε σαν ωμός εκβιασμός. Τέλος, το Παρίσι, μη θέλοντας να αφήσει τίποτα στην τύχη, εστράφη και προς τους Λοβέρδο και Eynard. Οι «συστάσεις», όμως, και των δύο προς τον Καποδίστρια δεν ελήφθησαν σοβαρώς υπ’ όψιν, καθώς ο κυβερνήτης είχε καταλάβει την προέλευσή τους.

Η γαλλική κυβέρνηση προχώρησε ένα βήμα παραπάνω και διέκοψε την παροχή του μηνιαίου βοηθήματος από τον Σεπτέμβριο, αυξάνοντας την πίεση προς την ελληνική πλευρά. Ο Καποδίστριας επέλεξε να διατηρήσει την ελευθερία κινήσεών του και απήντησε ανεπισήμως στους Γάλλους μέσω του Λοβέρδου, τον Δεκέμβριο. Υπέβαλε τις δικές του προτάσεις, ζητώντας την παροχή χρημάτων έστω με την μορφή δανείου για να στρατολογήσει εκπαιδευτές στο εξωτερικό. Σχετικά με τον Fabvier, δήλωσε ότι θα τον δεχόταν ευχαρίστως, εάν άφηνε το «αυτάρεσκον και μονόγνωμον». Ο Μaison δεν έμεινε ικανοποιημένος από την απάντηση αλλά δικαιολόγησε εν μέρει τον κυβερνήτη της Ελλάδος σε αναφορά του προς το Υπουργείο Πολέμου της Γαλλίας. Ο χαρακτήρας του Fabvier και η ρήξη των σχέσεών του με τον Καποδίστρια κατά το τότε πρόσφατο παρελθόν δεν προοιώνιζαν τίποτα το θετικό για το μέλλον.[58]

Εντούτοις, το Παρίσι επέμεινε στην επιλογή του και ο Maison κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να ωραιοποιήσει την κατάσταση και να διαβεβαιώσει τον Έλληνα κυβερνήτη για την αγαθή προαίρεση της γαλλικής κυβερνήσεως. Επίσης, συνεβούλεψε τον συμπατριώτη του αξιωματικό να μεταβάλει πολιτική και, ει δυνατόν, συμπεριφορά για να αποφευχθούν οι περιττές προστριβές. Επιπλέον, το γαλλικό Υπουργείο Πολέμου έστειλε μαζί με τον Favrier και τον Στρατηγό Αντουά Ντυριέ (Antoine Simon Durrieu)  προκειμένου να μειώσει τις όποιες εντάσεις.

Εντούτοις, τίποτα δεν μπορούσε να αποτρέψει την αποτυχία της αποστολής Fabvier. Ο κυβερνήτης ένιωσε θιγμένος από την πρωτοβουλία των Γάλλων, εκτιμώντας ότι ο συγκεκριμένος αξιωματικός επιθυμούσε να περιορίσει την εξουσία του. Θεωρούσε δεδομένη την σύγκρουση μαζί του και η συγκεκριμένη επιλογή των Παρισίων απέβλεπε αποκλειστικά και μόνον στην μείωση του κύρους του. Σύντομα δε, παρετήρησε ότι ο Fabvier επέλεγε συστηματικά Στερεοελλαδίτες αξιωματικούς φίλα προσκείμενους στον Κωλέττη. Η τελευταία κίνηση εξόργισε τον κυβερνήτη της Ελλάδος, ο οποίος δήλωσε στον Γάλλο αξιωματικό ότι ο Βασιλεύς της Γαλλίας όφειλε να αφήσει στον ίδιο την φροντίδα της διακυβερνήσεως του νέου κράτους. Ο νέος στρατός θα οργανώνονταν από Γάλλο αξιωματικό, με έξοδα του Γάλλου μονάρχη και θα στελεχωνόταν με γαλλόφιλους αξιωματικούς. «Τότε, ο κυβερνήτης, καίτοι υπεύθυνος ων, τι μένει να κάμη εις την Ελλάδα;», τον ρώτησε δεικτικά.[59]

Τελικώς, η αβελτηρία του Γάλλου αξιωματικού να εκπονήσει σχέδια για την οργάνωση του στρατού προσέφερε το κατάλληλο πρόσχημα στον Καποδίστρια για την απομάκρυνσή του. Δεν ήθελε, όμως, και να δυσαρεστήσει ανοικτά το Παρίσι, την συνδρομή του οποίου χρειαζόταν για το θέμα των συνόρων. Ως εκ τούτου, ζήτησε από τον Maison την ένταξη Γάλλων αξιωματικών και υπαξιωματικών στον υπό σύσταση ελληνικό τακτικό στρατό. Το Παρίσι δεν ικανοποιήθηκε και ο Eynard του συνέστησε να ζητήσει την παραμονή στην Ελλάδα 2.000 – 3.000 ανδρών μετά την αποχώρηση του εκστρατευτικού σώματος, η οποία ήταν προγραμματισμένη για τα τέλη Μαρτίου.

Ο Fabvier καταφέρθηκε με βιαιότητα κατά του κυβερνήτη, κατηγορώντας τον για διασπάθιση χρημάτων και προχωρώντας σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που προκάλεσαν την αντίδραση ακόμη και του Maison. O Γάλλος αξιωματικός παρέμεινε στην Ελλάδα για βραχύ χρονικό διάστημα και ήρθε σε επαφή με αντικαποδιστριακούς κύκλους, οι οποίοι είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται με πρόσχημα την αναβολή της συγκλήσεως εθνοσυνελεύσεως.

Ο Καποδίστριας αδιαφόρησε για τις ενέργειές του και συνέχισε την εφαρμογή της πολιτικής του. Προέβη σε προσεκτικά ανοίγματα προς το Παρίσι, ζητώντας την παραμονή 4 Γάλλων αξιωματικών καθώς και 150 υπαξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι θα θεωρούντο ότι τελούσαν σε άδεια από τις τάξεις του γαλλικού στρατού. Ταυτόχρονα, έστειλε στον κόμη de La Ferronnays ένα υπόμνημα σχετικά με τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Την ιδία περίοδο, βολιδοσκοπούσε την ρωσσική κυβέρνηση για το ενδεχόμενο της παραχωρήσεως ανεξαρτησίας αντί αυτονομίας.

Την 1η / 13η Απριλίου 1829, υπεγράφη ένα μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ Maison και Καποδίστρια στην Μεθώνη. Σύμφωνα με αυτό, ο κυβερνήτης υπεχρεώθη να αποδεχθεί τον Γάλλο αξιωματικό τον οποίον θα επέλεγε ο Maison (σε αντικατάσταση του Fabvier) για την οργάνωση του τακτικού στρατού. Επίσης, αρκετοί νέοι 16 – 20 ετών θα μετέβαιναν στην Γαλλία προς εκπαίδευση στο μηχανικό και το πυροβολικό. Λίγο μετά, ο προαναφερθείς αξιωματικός έδωσε στον Καποδίστρια έναν κατάλογο των Γάλλων οπλιτών οι οποίοι θα εντάσσονταν στον ελληνικό στρατό, διαβεβαιώνοντάς τον για την σύντομη καταβολή τόσο των 100.000 φράγκων για την οργάνωση των τακτικών δυνάμεων όσο και του καθυστερούμενου μηνιαίου βοηθήματος.[60] Τα καταληφθέντα από τον γαλλικό στρατό φρούρια της Πελοποννήσου θα παραδίδονταν στον τακτικό ελληνικό στρατό.

            Δεν πρέπει να παροραθεί το γεγονός της εξασφαλίσεως στης συναινέσεως των Βρεταννών και των Ρώσσων για την παραμονή 6.000 ανδρών του εκστρατευτικού σώματος υπό τον Στρατηγό Αντουάν Σνάϊντερ (Antoine Virgile Schneider) στην Πελοπόννησο, τον Φεβρουάριο του ιδίου έτους. Μάλιστα, το σώμα αυτό θα ονομαζόταν «δυνάμεις κατοχής – corps d’ occupation». Η Γαλλία φάνηκε πως είχε εξασφαλίσει προς στιγμήν την διείσδυσή της στον ελλαδικό χώρο και ο Maison απήλθε από την χώρα, τον Μάϊο του 1829. Οι δυσχέρειες που αντιμετώπιζε ο κυβερνήτης εξαιτίας κυρίως της ελλείψεως πόρων[61] (καθώς η άφιξη των χρημάτων από την Γαλλία καθυστερούσε σημαντικά) τον υπεχρέωσε να προτείνει στον Schneider όπως ο Συνταγματάρχης Mangin αναλάβει την ηγεσία του τακτικού στρατού και την θέση του γενικού υπασπιστή.[62] Κατ’ ουσίαν δηλαδή, η οργάνωση, η διοίκηση και η επιμελητεία θα ετίθεντο υπό την εποπτεία των Γάλλων.    

Μολαταύτα, ο Καποδίστριας ήταν αποφασισμένος να μην απεμπολήσει τον έλεγχο ενός βασικού τομέως ασκήσεως της κρατικής εξουσίας προς χάριν των ξένων. Το γεγονός αυτό  προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, το Παρίσι όμως είχε εστιάσει την προσοχή του στις διεθνείς εξελίξεις. Η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως αποτελούσε έναν θρίαμβο για την ρωσσική διπλωματία, η οποία εξεπλήρωνε όλους τους μείζονες στόχους της και αποκτούσε ηγεμονικό ρόλο στις υποθέσεις της Ανατολής. Στην Δύση (και ιδιαιτέρως στην Μεγ. Βρεταννία) προεκλήθησαν έντονες αντιδράσεις. Στο Λονδίνο, γινόταν ευρέως λόγος για ρωσσική κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή, η οποία έπρεπε να εμποδισθεί «παντί τρόπω».

            Αρχικώς, οι Βρεταννοί προσεπάθησαν να ξεκαθαρίσουν το τοπίο στην Ελλάδα, απαιτώντας την απομάκρυνση του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Το Παρίσι έδειχνε ότι συμφωνούσε για να μην αυξήσει την ένταση στο διεθνές περιβάλλον και να μην διαταράξει τις εύθραυστες αγγλογαλλικές σχέσεις. Στην πορεία, όμως, απεδείχθη ότι ο νέος πρωθυπουργός πρίγκιπας Ζυλ ντε Πολινιάκ (Prince Jules de Polignac, 3e duc de Polignac) δεν θα παρέδιδε τόσο εύκολα όσα με πολύ κόπο είχαν επιτύχει οι Γάλλοι τα τελευταία χρόνια. Ύστερα από περίτεχνες διπλωματικές κινήσεις, κατόρθωσε να επιτύχει την παραμονή 5.300 ανδρών στην Πελοπόννησο. Θα αποχωρούσαν μόνον 4.600 Γάλλοι αξιωματικοί και οπλίτες. Σύμμαχό του στην προσπάθεια αυτή φαίνεται πως είχε και τον κυβερνήτη.

            Ο τελευταίος είχε αντιληφθεί την δράση Βρεταννών πρακτόρων, οι οποίοι κινούντο δραστήρια προς ενίσχυση της αντιπολιτεύσεως. Αυτή  απαρτιζόταν κυρίως από στρατιωτικούς, οι οποίοι είχαν συγκροτήσει άτακτα σώματα. Η ενδεχόμενη παράδοση σε αυτούς φρουρίων που θα εγκατέλειπαν οι Γάλλοι αποτελούσε δυνητικό κίνδυνο. Στα τέλη του Νοεμβρίου, Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί ξεσηκώθηκαν, ζητώντας χρήματα. Ο κυβερνήτης κατόρθωσε να κατευνάσει τα πνεύματα. Καθοριστικός προς τούτο απέβη ο ρόλος του Schneider, ο οποίος έμεινε αμέτοχος στην αντικαποδιστριακή πολεμική πολλών ξένων κύκλων, σε αντίθεση με πολλούς Γάλλους αξιωματικούς.

Έντονες, όμως, υπήρξαν και οι διεργασίες στην διπλωματική κονίστρα. Η βρεταννική διπλωματία αντελήφθη ότι η Ρωσσία ισχυροποιείτο, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία κλονιζόταν συθέμελα, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως, το άρθρο 10 της οποίας θα εξησφάλιζε την αιώνια ευγνωμοσύνη των Ελλήνων προς τους Ρώσσους,[63] ενδεχόμενο απευκταίο για το Λονδίνο. Μόνο μία πιο προωθημένη πρόταση της βρεταννικής διπλωματίας θα μπορούσε να επισκιάσει την ρωσσική επιτυχία στα μάτια των Ελλήνων. Και αυτή μπορούσε να είναι μόνον η προβολή του αιτήματος για πλήρη ανεξαρτησία. Ο Βρεταννός υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Τζώρτζ Χάμιλτον – Γκόρντον Άμπερντην (George Hamilton – Gordon, 4th Earl of Aberdeen) υιοθέτησε αυτή την πρόταση ως την μόνη λύση υπό τις δεδομένες συνθήκες. Πολλά έτη αργότερα, δεν δίστασε δε να παραδεχθεί ότι «εάν η Ελλάς επέρασεν από την δουλείαν εις την πλήρη ανεξαρτησίαν, το οφείλει αποκλειστικώς εις την εντύπωσιν την προκληθείσαν εκ της συνθήκης της Αδριανουπόλεως».[64] Ο γνωστός πολιτικός Ουΐλλιαμ Γκλάντστοουν (William Ewart Gladstone) έκανε λόγο για «διεθνές συμβόλαιον της υπάρξεως της Ελλάδος ως κράτους ανεξαρτήτου», το οποίο συνιστούσε η Συνθήκη της Αδριανουπόλεως.[65] Σε αντιστάθμισμα, το Λονδίνο θα προωθούσε την απομάκρυνση του Καποδίστρια.[66] Το Παρίσι συμπαρατάχθηκε μαζί του ως προς το ζήτημα του κυβερνήτη.[67]

             Η διάσκεψη του Λονδίνου συνήλθε εκ νέου και εξήτασε τόσο το θέμα της ανεξαρτησίας της Ελλάδος όσο και αυτό του ηγεμόνος της. Οι Βρεταννοί είχαν συνδέσει το πρώτο ζήτημα με αυτό της γεωγραφικής εκτάσεως του νέου κράτους, η οποία επιθυμούσαν να είναι κατά το δυνατόν περιορισμένη. Η γαλλική διπλωματία δεν φαίνεται να εξέφρασε έντονες αντιρρήσεις, εστιάζοντας την προσοχή της στα ζητήματα της προστασίας των Καθολικών και του προσώπου του νέου Βασιλέως. Ως γνωστόν, η Υψηλή Πύλη (επί Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄) είχε αναγνωρίσει στον Γάλλο Βασιλέα το δικαίωμα της παροχής προστασίας των Ρωμαιοκαθολικών στην Εγγύς Ανατολή. Σχετικά με το δεύτερο θέμα, το Παρίσι συνεφώνησε με την Αγία Πετρούπολη στην υποψηφιότητα του πρίγκιπα Λεοπόλδου του Σαξ – Κομβούργου Γκόττα. Εντούτοις, ο δουξ του Wellington εξέφρασε έντονες αντιρρήσεις, επικαλούμενος την προσωπική αντιπάθεια την οποίαν έτρεφε γι’ αυτόν ο Βασιλεύς της Αγγλίας. Τελικώς, ύστερα από τρεις μήνες, αυτός εκάμφθη και υπεγράφησαν τα τρία πρωτόκολλα της 22ας Ιανουαρίου / 3ης Φεβρουαρίου 1830,[68] τα οποία κατοχύρωσαν το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.

            Συμπερασματικά, το Παρίσι, αν και δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του, δεν θα μπορούσε να είναι δυσαρεστημένο. Η Γαλλία ήταν η τελευταία εκ των Μεγάλων Δυνάμεων, μετά την λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων και είχε συμπράξει μάλλον αργά με τους Αγγλορώσσους στο συγκεκριμένο ζήτημα. Έθεσε τον μαξιμαλιστικό στόχο της εκλογής ενός γαλλικής καταγωγής πρίγκιπα στην θέση του ηγεμόνος της Ελλάδος. Αν και δεν το κατόρθωσε, απέκτησε λόγο επί των τεκταινομένων στο νεοσύστατο κράτος τόσο μέσω του ελέγχου που ασκούσε στον υπό σύσταση τακτικό στρατό όσο και με το φίλα προσκείμενο σε αυτό κόμμα. Επιπλέον, αναγνωρίστηκε και από άλλες Μεγάλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις το δικαίωμά του να παίζει τον ρόλο του προστάτη των Ρωμαιοκαθολικών στην ευρύτερη περιοχή. Τέλος, μείζονα επιτυχία για την γαλλική διπλωματία αποτελούσε το γεγονός ότι ουδεμία εκ των άλλων δύο Μεγάλων Δυνάμεων (Μεγ. Βρεταννία και Ρωσσία), οι οποίες ενεπλάκησαν ενεργώς στο ελληνικό ζήτημα, απέκτησε σαφές προβάδισμα στην περιοχή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ & ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Άννινος Μ., Οι φιλέλληνες του 1821. Αθήνα : Γαλαξίας, 1967.
  2. Βακαλόπουλος Κων., Σχέσεις Ελλήνων και Ελβετών φιλελλήνων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821. Συμβολή στην ιστορία του ελβετικού φιλελληνισμού. Θεσσαλονίκη : ΙΜΧΑ, 1975.
  3. Βουρνάς Τ., Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας, τ. Α΄. Αθήνα : Πατάκης, 1997.
  4. Θέμελη – Κατηφόρη Δεσπ., Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια, 1828 – 1831. Αθήνα : Επικαιρότητα, 1985.
  5. Κόκκινος Διον., Η Ελληνική Επανάστασις, τ. ΙΒ΄. Αθήναι : Μέλισσα, 1956 – 1960.
  6. Μαρκεζίνης Σπυρ., Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, 1828 – 1964, τ. Α΄. Αθήναι : Πάπυρος, 1966.
  7. Νικολάου Χαρ., Διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες – συμφωνίες και συμβάσεις, από 1453 μέχρι σήμερα. Αθήνα: Φλώρος, 1996.
  8. Σαβοριανάκης Παν., «Στρατιωτική βιβλιογραφία και ιστοριογραφία μετά την επανάσταση του 1821 : Η περίπτωση του “Έφορος στρατιωτικού” (Ναύπλιο 1835) και του συγγραφέας της Παναγιώτη Ρόδιου», στο περ. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, τ. 2/2006 (Μάρτιος – Απρίλιος).
  9. Σωτηριάδης Γεωργ., Ο Φαβιέρος και το έργο του εις την Ελλάδα. Αθήναι : Ραφτάνης, 1922.
  10. Φραντζής Αμβρ., Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1835, τ. Α΄. Αθήναι : 1839.
  11. Crawley C.W., The Question of Greek Independence. A Study of British Policy in the Near East, 1821 – 1833. Cambridge : The University Press, 1930.
  12. Crawley C. W., John Capodistrias, Unpublished Documents. Thessaloniki, 1970.
  13. Clogg R., The Movement for Greek Independence. 1770 – 1821. A Collection of Documents. London and Bastingstoke : 1976.
  14. Fleming David C., John Capodistrias and the Conference of London, 1828 – 1831. Thessaloniki : Institute for Balkan Studies, 1970.
  15. Mengin Felix –Jommard M., Histoire sommaire de l’ Egypte sous le gouvernement de Mohammed-Aly. Paris : F. Didot, 1839.

 

[1]    «Υψηλή Πύλη» (La Grande Porte) ονομαζόταν η οθωμανική κυβέρνηση από την πύλη στην είσοδο του κτιριακού συμπλέγματος, το οποίο στέγαζε τις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες της Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.

[2]    Οι διομολογήσεις συνίσταντο στην ευνοϊκή αντιμετώπιση των υπηκόων (αρχικώς) μίας Μεγάλης Δυνάμεως σε μία τρίτη χώρα. Το καθεστώς αυτό εφαρμόστηκε κυρίως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τα μέσα του 16ου αιώνα (είτε επί βασιλείας του Σουλτάνου Σουλεϊμάν Β΄ το 1536 είτε επί βασιλείας του Σελίμ Β΄ το 1569). Οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν εκτεταμένη δικαιοδοσία επί διαφόρων νομικών θεμάτων, τα οποία άπτονταν υποθέσεων του αστικού, του εμπορικού και του ποινικού Δικαίου. Οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν την εμπλοκή ενός υπηκόου μίας ξένης χώρας. Σημειωτέον ότι το καθεστώς των διομολογήσεων ίσχυε και για τους Έλληνες που δρούσαν στην οθωμανική επικράτεια, ύστερα από την υπογραφή της ελληνοτουρκικής «Συνθήκης Εμπορίου και Ναυτιλίας» (γνωστής ως Συνθήκη της Κάνλιτζας), την 27η Μαΐου 1855. Η συνθήκη αυτή έπαψε να ισχύει μετά το 1897. Οι διομολογήσεις κατηργήθησαν πλήρως με την Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 (τμήμα Α΄, άρθρο 28, τμήμα Β΄, αρ. 13). Βλέπε ενδεικτικά Χαρ. Νικολάου, Διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες – συμφωνίες και συμβάσεις, από 1453 μέχρι σήμερα. Αθήνα: Φλώρος, 1996, σ.σ. 16 – 17, 310 και 312 – 313.

[3]    Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, Το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην περίοδο του Καποδίστρια, 1828 – 1831. Αθήνα : Επικαιρότητα, 1985, σελ. 63.

[4]    Υπενθυμίζεται ότι ο Κερκυραίος διπλωμάτης εγκαταστάθηκε στην Γενεύη, τον Οκτώβριο του 1822. Επέλεξε την συγκεκριμένη πόλη τόσο λόγω του κλίματός της (το οποίο θα βοηθούσε την κλονισμένη υγεία του) όσο και διότι το περιβάλλον της ήταν ιδιαιτέρως φιλικό προς αυτόν. Υπενθυμίζεται ότι ο Καποδίστριας είχε συντελέσει καθοριστικά στην θεμελίωση του ομοσπονδιακού συστήματος της Ελβετίας και στην κατοχύρωση της ουδετερότητός της. Προς τούτο, ορισμένα καντόνια (Vaud, Valais, République de Genève) τον είχαν ανακηρύξει επίτιμο πολίτη τους. Κων. Βακαλόπουλος, Σχέσεις Ελλήνων και Ελβετών φιλελλήνων κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821. Συμβολή στην ιστορία του ελβετικού φιλελληνισμού. Θεσσαλονίκη : ΙΜΧΑ, 1975, σελ. 28.

[5]      Το όνομα και το επώνυμό του εξελληνίστηκαν σε Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος.

[6]     Κων. Βακαλόπουλος, Σχέσεις…, σ.σ. 25 – 26. O συγγραφέας αναφέρει (σελ. 15) ότι ο Eynard και ο νεαρός ιατρός Λουΐ – Αντρέ Γκος (Louis – André Gosse) ήταν οι μεγάλες μορφές των Ελβετών φιλελλήνων.

[7]      Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σ.σ. 23 – 24.

[8]    Κων. Βακαλόπουλος, Σχέσεις…, σελ. 26. Ο συγγραφέας σημειώνει σε άλλο σημείο ότι ο Eynard εθεωρείτο «γενικός πληρεξούσιος» των Ελλήνων στο εξωτερικό, το 1826.

[9]      Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σελ. 24.

[10]    Felix Mengin – M. Jommard, Histoire sommaire de l’ Egypte sous le gouvernement de Mohammed-Aly. Paris : F. Didot, 1839, p.p. 23, 122 – 127.

[11]     Μ. Άννινος, Οι φιλέλληνες του 1821. Αθήνα : Γαλαξίας, 1967, σελ. 116.

[12]  Ο Παν. Ρόδιος γεννήθηκε από ευκατάστατους γονείς στην ομώνυμη νήσο το 1789. Δυστυχώς, το πραγματικό επώνυμό του δεν είναι γνωστό και στην ιστορία έμεινε με αυτό του τόπου καταγωγής του. Ο πατέρας του ήταν εμποροπλοίαρχος και ιδιοκτήτης πλοίου. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο νησί του. Μετά το θάνατο του πατέρα του, πούλησε το πλοίο του και πήγε για σπουδές στο «Φιλολογικόν Γυμνάσιον Σμύρνης». Κατόπιν, μετέβη την Πάδουα και στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Κατά την διαμονή του στην γαλλική πρωτεύουσα, αρθρογραφούσε στο περιοδικό «Ερμής ο Λόγιος», ενώ παράλληλα έκανε μεταφράσεις έργων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ερχόμενος σε επαφή με τον Κοραή και τις ιδέες του διαφωτισμού. Εγκατέλειψε τις σπουδές του και ήρθε (μαζί με συμπατριώτες και συμφοιτητές του) στην επαναστατημένη Ελλάδα, επιβαίνοντας στο πλοίο «Αμεδαίος και Αλμπίνα», τον Αύγουστο του 1821. Αρχικώς, ευρίσκετο στο επιτελείο του Υψηλάντη, αργότερα όμως ετέθη υπό την προστασία του Μαυροκορδάτου. Συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και στην μάχη του Πέτα. Τον Νοέμβριο του 1822, ανέλαβε την διοίκηση του πρώτου τάγματος του τακτικού στρατού, προαχθείς στον βαθμό του ταγματάρχη. Τον Ιούλιο του 1824, προήχθη στον βαθμό του συνταγματάρχη και συνυπέγραψε την επίσημη ανασύσταση του τακτικού στρατού. Την 13η Ιουνίου 1825, συνεισέφερε στην απόκρουση των δυνάμεων του Ιμπραήμ στους Μύλους Αργολίδος. Λίγο μετά, παρέδωσε πικραμένος την ηγεσία του τακτικού στρατού στον Fabvier και έκτοτε ενεπλάκη ενεργότερα με την πολιτική. Περισσότερα στοιχεία παρατίθενται στο άρθρο του Παν. Σαβοριανάκη, «Στρατιωτική βιβλιογραφία και ιστοριογραφία μετά την επανάσταση του 1821 : Η περίπτωση του “Έφορος στρατιωτικού” (Ναύπλιο 1835) και του συγγραφέως της Παναγιώτη Ρόδιου», στο περ. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, τ. 2/2006 (Μάρτιος – Απρίλιος), σ.σ. 108 – 125.

[13]  Επρόκειτο για το πρώτο τακτικό σώμα των Ελλήνων. Αυτό έλαβε την ονομασία του από τον μικρό μαύρο υφασμάτινο σταυρό που οι άνδρες του είχαν ραμμένο στις παραδοσιακές φορεσιές τους. Αριθμούσε 200 – 250 άνδρες και διέθετε την δική του σημαία.

[14]     Γεωργ. Σωτηριάδης, Ο Φαβιέρος και το έργο του εις την Ελλάδα. Αθήναι : Ραφτάνης, 1922, σελ. 10.

[15]   Επρόκειτο για την περίφημη «École Spéciale Militaire», η οποία είχε συσταθεί κατόπιν  διαταγής του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, την 1η Μαΐου 1802. Μετά την ανακήρυξη του Ναπολέοντα σε αυτοκράτορα, μετονομάστηκε σε «École Spéciale Impériale Militaire».

[16]     Χαρ. Νικολάου, σ.σ. 80 – 82.

[17]   Αξίζει να σημειωθεί ότι επ’ αφορμή της στέψεως του Καρόλου ο Victor Hugo συνέθεσε την «Ode sur le sacre de Charles Χ» (δηλαδή την «Ωδή στην στέψη του Καρόλου Ι΄»).

Η βασιλεία, καιρούς τώρα στερημένη από τα στέμματα της,

της ορειχάλκινης αλυσίδας που ενώνει τους θρόνους με τον ουρανό,

ξαναβρήκε τον χαμένο κρίκο.

Είδαμε άλλοτε τους λαϊκούς τυράννους

να επιτίθενται στο παρελθόν σα να ’ταν ένας προαιώνιος εχθρός.

Μα, ξεγελώντας των όρνιων την εγκληματική μανία,

ο Θεός φύλαξε την περιστερά με τα εγκαταλελειμμένα κρίνα,

που τώρα θα ανοίξει ξανά πάνω από ένα βασιλέα τα φτερά της :

Αυτή η ευτυχία επιφυλάχθηκε στον Κάρολο,

που θα στεφθεί με τους αρχαίους τύπους.

Ηχούν οι καμπάνες, το κανόνι βροντά

Και μπροστά στον πρωτότοκο των βασιλέων του κόσμου,

Ο λαός λυγίζει το γόνα.

[18]  Δεν πρέπει να παροραθεί το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της μακροχρόνιας διαμονής του στην Γενεύη, ο Καποδίστριας είχε αφιερώσει όλες τις προσπάθειές του για την ευόδωση του αγώνος των συμπατριωτών του, ζώντας έναν λιτό βίο. Σχετικά με την δράση του υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων, βλέπε ενδεικτικά Κων. Βακαλόπουλος, Σχέσεις…, σ.σ. 34 – 35. Αρκετά στοιχεία για τον βίο του στην ελβετική πόλη περιλαμβάνονται στο βιβλίο του C. W. Crawley υπό τον τίτλο «John Capodistrias, Unpublished Documents».

[19]    Τ. Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας, τ. Α΄. Αθήνα : Πατάκης, 1997, σελ. 214. 

[20]     Σπυρ. Μαρκεζίνης, Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, 1828 – 1964, τ. Α΄. Αθήναι : Πάπυρος, 1966, σελ. 37.

[21]     Χαρ. Νικολάου, σελ. 85.

[22]     Σχετικά με το συγκεκριμένο σχέδιο, βλέπε το προαναφερθέν βιβλίο της Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη (σ.σ. 37 – 42).

[23]     Ο Cochrane θα ελάμαβανε 57.000 λίρες, ενώ αξίωσε και έλαβε προκαταβολικά τις 37.000!

[24]     Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σελ. 40 (υπος. 121).

[25]   Χαρ. Νικολάου, σ.σ. 84 – 85 και Αμβρ. Φραντζής, Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, αρχομένη από του έτους 1715 και λήγουσα το 1835, τ. Γ΄. Αθήναι : 1839, σ.σ. 11 – 17.

[26]     Χαρ. Νικολάου, σελ. 84.

[27]     Ibidem, σελ. 85.

[28]     Ibidem.

[29]     Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σελ. 47.

[30]   C. W. Crawley, The Question of Greek Independence. A Study of British Policy in the Near East, 1821 – 1833. Cambridge : The University Press, 1930, p. 105.

[31]   Ο Βρεταννός ιστορικός Richard Clogg έγραψε χαρακτηριστικά στην εισαγωγή της μονογραφίας του για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας ότι «η συντριβή του αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο τον Οκτώβριο του 1827 από την ηνωμένο άγγλο-ρώσσο-γαλλικό στόλο σε τελική ανάλυση εξασφάλισε την επιτυχία του ελληνικού ζητήματος». R. Clogg, The Movement for Greek Independence. 1770 – 1821. A Collection of Documents. London and Bastingstoke : 1976, p.xxiii.

[32]   Στο Λονδίνο, το γεγονός προκάλεσε κατάπληξη και έντονες αντιδράσεις. Αξίζει να σημειωθούν τα λεγόμενα υπό τον Βρεταννό Βασιλέα στον λόγο του θρόνου, τον οποίο εξεφώνησε την 29η Ιανουαρίου του 1828. Σε αυτόν δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι : «… Η Αυτού Μεγαλειότης δεν μπορεί να μην θρηνήσει, καθώς η σύγκρουσις αύτη έγινε εναντίον της ναυτικής δυνάμεως ενός παλαιού συμμάχου, του σουλτάνου. Εξακολουθεί, όμως, να τρέφει την ελπίδα πως το ατυχές τούτο γεγονός δε θα συνοδευθεί από άλλες εχθροπραξίες…». Ο Αντιναύαρχος Σερ Έντουαρντ Κόδρινγκτον (Sir Edward Codrington) εδέχθη σφοδρή κριτική. Αντιθέτως, ο Τσάρος του απέστειλε επιστολή, στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Κατηγάγατε μίαν νίκην, Κύριε Αντιναύαρχε, δια την οποίαν η πεπολιτισμένη Ευρώπη σας οφείλει διπλήν ευγνωμοσύνην… Εφεξής, το όνομά σας ανήκει εις την ιστορίαν. Οι έπαινοι θα εσκίαζον μάλλον την δόξαν, ήτις το περιβάλλει. Θεωρώ εν τούτοις εμαυτόν υποχρεωμένον να σας παράσχω λαμπρόν δείγμα της ευγνωμοσύνης και της εκτιμήσεως ην ενεπνεύσατε εν Ρωσσία και επί τοιούτω τέλει σας αποστέλλω το παράσημον του στρατιωτικού τάγματος του Αγίου Γεωργίου. Ο ρωσσικός στόλος είναι τετιμημένος διότι έτυχε της συνδρομής σας εις Ναυαρίνον…».

[33]   Ο γνωστός μαθηματικός και πολιτικός βαρώνος Σαρλ Ντυπέν (Charles François Dupin) διεμαρτυρήθη εντόνως για την πολιτική της βρεταννικής κυβερνήσεως από το βήμα του γαλλικού Κοινοβουλίου και εξήρε τον Canning, ο οποίος είχε εμπνεύσει τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις για να «σώσουν την πολιτική και θρησκευτική ελευθερία ενός βασανιζομένου λαού, του ελληνικού».

[34]   Ο Victor Hugo έγραψε ένα ποιήμα υπό τον τίτλο «Ναυαρίνο». «Οι λαοί, τώρα και χρόνια, σε θρηνούσανε μονάχοι:/ Κρίμα Ελλάδα! Ελλάδα κρίμα! Δε σου μένει πια πνοή,/ κάθε μέρα αδυνατίζεις, απ’ τις φλόγες και απ’ τη μάχη/ (…) Κουφοί πάντα οι βασιλιάδες, οι άμβωνες δεν αντηχούνε,/ στ’ όνομα και στα δεινά σου μόνο οι ποιηταί πονούνε./ Τους ζητούσαμε τη δόξα, την παληκαριά να ντύσουν/ μέσ’ σε λευθεριάς πορφύρα και ορφανή να μη σ’ αφήσουν/ να πεθάνεις στο σταυρό σου. Κάποιο σταύρωσαν λαό…/ Τι τους μέλει σε ποιο πάνω τον εσταύρωσαν σταυρό;».

[35]  Στην Γαλλία κυκλοφόρησε και ένα τραγούδι υπό τον τίτλο «Η ηχώ του Ναυαρίνου» εις μνήμην των Γάλλων πεσόντων.

[36]   Σημειωτέον ότι ο ντε Ριγνύ (Δεριγνύ, επί τω ελληνικώτερον) ετιμήθη με τον Μεγαλόσταυρο του Λουτρού από τους Βρεταννούς και με τον Σταυρό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι από τους Ρώσσους για την συμμετοχή του στην συγκεκριμένη ναυμαχία. 

[37]     C. W. Crawley, p. 102.

[38]  Η Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη αναφέρει (σελ. 50) ότι μόνον τρία άτομα στο Υπουργείο Πολέμου εγνώριζαν τον προορισμό του εκστρατευτικού σώματος.

[39]     C. W. Crawley, p.p. 104 – 105.

[40]     Χαρ. Νικολάου, σελ. 89.

[41]  Την 28η Δεκεμβρίου / 9η Ιανουαρίου του 1824, η Αγία Πετρούπολη έστειλε στο Λονδίνο μία μυστική διακοίνωση υπό την μορφή υπομνήματος. Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, που έμεινε γνωστό ως «σχέδιο των τριών τμημάτων», θα δημιουργούνταν τρία αυτόνομα ελληνικά κρατικά μορφώματα με καθεστώς ηγεμονιών ή πριγκιπάτων. Tα κρατίδια αυτά θα ήταν φόρου υποτελή στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, η οποία θα διατηρούσε ορισμένες φρουρές με περιορισμένες ωστόσο αρμοδιότητες. Η πρώτη ηγεμονία θα περιλάμβανε την Θεσσαλία και την ανατ. Στερεά Ελλάδα, η δεύτερη την Ήπειρο και την δυτ. Στερεά, ενώ η τρίτη την Πελοπόννησο και την Kρήτη. Tέλος, στο ρωσσικό υπόμνημα γινόταν μνεία για την διεύρυνση της κοινοτικής αυτοδιοίκησης στις νήσους του Αιγαίου. Αν και στο κείμενο γινόταν λόγος για πρώτη φορά περί της προοπτικής της δημιουργίας αυτόνομων ελληνικών κρατιδίων, καθώς και για στρατιωτική επέμβαση των Mεγάλων Δυνάμεων με σκοπό την επίλυση του ελληνικού ζητήματος, αυτό δεν έγινε ευμενώς αποδεκτό από τους επαναστατημένους Έλληνες. Πολλοί επίστεψαν (και με την βοήθεια ανθρώπων μίας άλλης Μεγάλης Δυνάμεως) ότι ο Τσάρος απέβλεπε στον τεμαχισμό του ελληνισμού και στην τριχοτόμησή του. Βεβαίως, τα παραδείγματα της Ρουμανίας (αρχικώς) και της Βουλγαρίας (μεταγενέστερα) πείθουν περί του αντιθέτου, ενώ η ενδεχόμενη υιοθέτησή του θα είχε οδηγήσει στην ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό της Ηπείρου και της Κρήτης, σχεδόν 90 έτη νωρίτερα. Πάντως, τότε το σχέδιο απερρίφθη και από τους δύο εμπολέμους. Βλέπε ενδεικτικά, Χαρ. Νικολάου, σ.σ. 77 – 78.   

[42]    Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σελ. 53.

[43]    C. W. Crawley, p. 112.

[44]    Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σελ. 57.

[45]   Ο Σωτηριάδης έχει μεμφθεί το σχέδιο του Καποδίστρια, αντιπαραβάλλοντάς το με το πλάνο του Fabvier. Γεωργ. Σωτηριάδης, σ.σ. 20 – 21.

[46]    Διον. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τ. ΙΒ΄. Αθήναι : Μέλισσα, 1956 – 1960, τ. ΙΒ΄, σ.σ. 63 – 64.

[47]  Σχετικά με την αποστολή του Αντιναυάρχου Sir Edward Codrington στην Αλεξάνδρεια, βλέπε (μεταξύ άλλων) το προαναφερθέν έργο του Διον. Κόκκινου, (τ. ΙΒ΄, σ.σ. 27 – 31).

[48]     Ibidem, σ.σ. 28 – 31.

[49]  Σημειωτέον ότι μεταξύ των Δανών εθελοντών συγκαταλεγόταν και αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν (Theophilus Hansen).

[50]  O Κόκκινος έγραψε (στον πρόλογο του 12ου τόμου του προαναφερθέντος έργου του) ότι «ο Στρατάρχης Μαιζόν ήλθε εις την Πελοπόννησον δια να εξυπηρετηθεί η Γαλλία, η από των συνθηκών των Παρισίων έως τότε κηδεμονευομένη και αμφιρρέπουσα μεταξύ Λονδίνου και Βιέννης. Το υπουργείον (σ.σ. κυβέρνηση) Μαρτινιάκ εξεμαίευσε την αποστολήν εκείνην γαλλικού στρατού δια να επανέλθη η Γαλλία επί του προσκηνίου ως Δύναμις πρώτης τάξεως και ν’ αποκτήση εις το Αρχιπέλαγος ότι ημπορούσεν εκ της παλαιάς της επιρροής». Διον Κόκκινος, τ. ΙΒ΄, σελ. 8. 

[51]     Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σ.σ. 70 – 71.

[52]     Ιbidem, σελ. 71.

[53]   David C. Fleming, John Capodistrias and the Conference of London, 1828 – 1831. Thessaloniki : Institute for Balkan Studies, 1970, p. 43.

[54]  Προς τούτο, ο Maison υπεστήριζε την άποψη αποδόσεως και της Κρήτης στην Ελλάδα. Βλέπε Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σελ. 72 (υπος. 125).

[55]     Χαρ. Νικολάου, σελ. 88.

[56]     David C. Fleming, p. 85.

[57]     Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σελ. 74.

[58]     Ibidem, σ.σ. 76 – 77.

[59]     Δεσπ. Θέμελη – Κατηφόρη, σελ. 79.

[60]     Ibidem, σ.σ. 84 – 85.

[61]   Πλήγμα για τον κυβερνήτη απετέλεσε και η αναχώρηση του Καρλ φον Έϋντεκ (Carl Wilhelm von Heideck) από τον ελληνικό χώρο.

[62]  Τελικώς, ο Mangin επέστρεψε σύντομα στην Γαλλία για λόγους υγείας. Αντικαταστάθηκε από τον Συνταγματάρχη C. A. Trézel. Άλλοι Γάλλοι αξιωματικοί ανέλαβαν την επιμελητεία (Saint Martin), το πυροβολικό (Pauzié), το μηχανικό (Garnot) και το ιππικό (Pellion). Μάλιστα, ο  Pauzié είχε ήδη οργανώσει την Σχολή Ευελπίδων. Τέλος, Γάλλος είχε αναλάβει και την διεύθυνση του οπλοστασίου (Pourchet). Συνολικά, περισσότεροι από 150 Γάλλοι υπηρετούσαν σε καίριες θέσεις στο ελληνικό τακτικό στρατό. 

[63]   «Ο δε Αυτοκράτωρ Νικόλαος Α΄, ο οποίος δεν κατείχετο από την χίμαιραν του Αλεξάνδρου Α΄ και δεν επίστευεν ότι ήτο ο ιππότης της ειρήνης της Ευρώπης, αλλά ήτο Ρώσσος εκατόν τοις εκατόν, περιέλαβε την υπογραφήν της ανεξαρτησίας της Ελλάδος εις την συνθήκην της Αδριανουπόλεως ως αναγκαιότητα ρωσσικήν». Διον Κόκκινος, τ. ΙΒ΄, σελ. 8.

[64]     Χαρ. Νικολάου, σελ. 93.

[65]    Χαρ. Νικολάου, σελ. 93.

[66]    C. W. Crawley, p.p. 173 – 175.

[67]    David C. Fleming, p.p. 264 – 265.

[68]   Χαρ. Νικολάου, σ.σ. 94 – 95.